Οι Έλληνες εξακολουθούν να μην εμπιστεύονται την Ευρωπαϊκή Ένωση και να δηλώνουν απαισιόδοξοι. Τις πταίει; Πώς η οικονομική κρίση διέρρηξε τις σχέσεις των Ελλήνων με τις Βρυξέλλες;
ΕΕ ελλάδα
© Alexandros Michailidis / SOOC
Οι Έλληνες εξακολουθούν να αποτελούν τους πλέον απαισιόδοξους ανάμεσα στους λαούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάτι το οποίο αποκρυσταλλώνεται στο πρόσφατο ευρωβαρόμετρο της Κομισιόν.

Το 51% δηλώνει απαισιόδοξο, το 66% δεν εμπιστεύεται τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, ενώ μόλις το 33% εμφανίζεται «ικανοποιημένο» με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Τα μνημόνια, έστω και τυπικά, αποτελούν παρελθόν, η οικονομία αναπτύσσεται, η ανεργία μειώνεται. Όμως, οι Έλληνες εξακολουθούν να είναι δυσαρεστημένοι με την Ε.Ε.

Ακόμη περισσότερο και από τους Βρετανούς (σ.σ. το 47% δηλώνει απαισιόδοξο, ποσοστό χαμηλότερο σε σχέση με τους Έλληνες), οι οποίοι έχουν αποφασίσει να αποχωρήσουν από την Ε.Ε. τον προσεχή Οκτώβριο.

Επομένως «τις πταίει;» - που θα αναρωτιόταν ο Χαρίλαος Τρικούπης.

«Άνθρωποι που εκπροσωπούσαν τους ευρωπαϊκούς και παγκόσμιους θεσμούς κατά τη διάρκεια της κρίσης, όχι απλώς εξακολουθούν να έχουν τις θέσεις που είχαν, αλλά συζητιόνται και για ανώτερες θέσεις και για περισσότερες αρμοδιότητες» είναι η μία εξήγηση, σύμφωνα με τον Χρήστο Νίκα, καθηγητή Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

Μιλώντας στο Sputnik, ο έγκριτος ακαδημαϊκός αναγάγει την ευρωσκεπτικιστική τάση των Ελλήνων στην πρόσφατη οικονομική περιπέτεια της χώρας.

«Οι άνθρωποι αυτοί», κατά τον ίδιο, «σήμερα λένε "συγγνώμη καταστρέψαμε την ελληνική οικονομία"». «Το ομολογούν πλέον. Ότι πέσαμε έξω. Ότι τα μέτρα που επιβάλλαμε, δεν προβλέψαμε ότι θα έχουν τόσο μεγάλο αντίκτυπο στην ελληνική οικονομία» εξηγεί χαρακτηριστικά.

Οι άνθρωποι που πρωταγωνίστησαν στην ελληνική κρίση, παραμένουν στη θέση τους ή έχουν αναλάβει κάποιο άλλο χαρτοφυλάκιο. Ή στην χειρότερη περίπτωση, έχουν αντικατασταθεί από ανθρώπους με παρόμοιο τρόπο σκέψης, με παρόμοιο σκεπτικό.

«Παραμένουν είτε οι ίδιοι είτε οι δογματικές τους απόψεις» σπεύδει να συμπληρώσει ο κ. Νίκας.

Εν ολίγοις, κατά τον ίδιο, με βάση το τι υπέστη ο ελληνικός λαός, το ποσοστό δυσπιστίας προς την Ε.Ε. θα έπρεπε να ήταν ακόμη υψηλότερο.

«Οι πολιτικές τους απέτυχαν, ήταν καταστροφικές. Αντί να κατηγορούν αυτούς που εκφράζουν κάποιες εύλογες επιφυλάξεις ή αντιρρήσεις σ' αυτό που έγινε, πρέπει να αφουγκραστούν και την οικονομία και την αγορά και να ξεφύγουν από τον στενό κορσέ του γερμανικού μοντέλου», υπογραμμίζει, στη συνέχεια.

«Οι Άγγλοι φεύγουν παρότι υπέστησαν λιγότερα από τα μισά»

Στο πλαίσιο αυτό, μάλιστα, ο κ. Νίκας κάνει μία ευθεία αντιπαραβολή με την περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο αναμένεται να αποχωρήσει από την Ε.Ε. στις 31 Οκτωβρίου του 2019.

«Η Αγγλία που υπέστη λιγότερα από τα μισά απ' αυτά που υπέστη η Ελλάδα, παίρνει το καπελάκι της και φεύγει» σημειώνει χαρακτηριστικά, αναφερόμενος στις εν εξελίξει διεργασίες του Brexit που θα κορυφωθούν τους προσεχούς μήνες.

«Αν υπήρχε άλλη χώρα (σ.σ. στη θέση της Ελλάδας), πλην του άξονα Γερμανίας - Γαλλίας, πιστεύω ότι θα είχαμε διάφορα με την κατάληξη της κρίσης ή μία αύξηση του ευρωσκεπτικισμού που θα ήταν μη ελέγξιμη» συμπληρώνει, επιπροσθέτως.

Ο έγκριτος ακαδημαϊκός δεν παραλείπει να εστιάσει και στο κόστος της δήθεν - όπως την αποκαλεί - «διάσωσης» της ελληνικής οικονομίας, η οποία κλήθηκε να φορέσει το κοστούμι της ακραίας λιτότητας.

«Προκλήθηκε τόσο μεγάλη ζημιά που θα χρειαστεί μέχρι το 2030 για να θεραπευτεί» διαπιστώνει, προειδοποιώντας για τουλάχιστον 20 χρόνια «χαμένα».

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, ότι παρότι τυπικά βρισκόμαστε εκτός μνημονίων, η ελληνική κυβέρνηση χρήζει της έγκρισης των ευρωπαϊκών θεσμών, προκειμένου να «δώσει κάποιες ανάσες στην οικονομία και τους φορολογούμενους».

«Εξακολουθούμε να είμαστε υπό τη δαμόκλειο σπάθη της έγκρισης των θεσμών. Εντελώς σχηματικό ότι έχουμε βγει από το μνημόνιο, καθώς δεν έχουμε επανακτήσει την εθνική κυριαρχία μας στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής» σημειώνει με νόημα ο κ. Νίκας.

Και καταλήγει: «Έχουν τεράστια ευθύνη οι Ευρωπαίοι πολιτικοί και δεν το έχουν καταλάβει. Προσέλαβαν το φιλότιμο των Ελλήνων. Περίπου μας κατηγόρησαν όλους ως τεμπέληδες, ως κηφήνες, ότι ζούμε με τα λεφτά των ευρωπαίων. Το τι έχει γραφτεί ξεπερνάει την πραγματικότητα».

«Οικονομικό διευθυντήριο της Γερμανίας η ΕΕ»

Από την πλευρά του, ο καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Χριστόδουλος Γιαλλουρίδης, σπεύδει να αναδείξει μία διαφορετική, αλλά συμπληρωματική εξήγηση για τη δυσπιστία των Ελλήνων απέναντι στην Ε.Ε.

Και η εξήγηση αυτά συνίσταται στο πολιτειακό και πολιτικό πρόβλημα της Ευρώπης, το οποίο αντικατοπτρίζεται στην αδυναμία ουσιαστικής ένωσης των Ευρωπαίων.

«Η Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως οικοδομήθηκε μετά τη δεκαετία του '50, είχε άλλη αποστολή. Είχε ως αποστολή να ενώσει τους Ευρωπαίους στις "Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης"» υπενθυμίζει ο καθηγητής.

«Σήμερα δεν υπάρχει μία τέτοια πολιτειακή δομή, υπάρχουν τα κράτη της Ευρώπης και η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία, στην οποία επιβάλλονται οι ισχυροί της Ευρώπης» υπερθεματίζει.

Εμμένοντας στο ίδιο σκεπτικό, επισημαίνει ότι η Ευρώπη κυριαρχείται από τις ισχυρές δυνάμεις, οι οποίες «επιχειρούν να επιβάλλουν τα συμφέροντά τους στους πλέον αδύναμους και στα κράτη που δεν είναι σε θέση να ακολουθήσουν τους ταχύτατους ρυθμούς ανάπτυξης των άλλων».

Αυτό, ως εκ τούτου, δημιουργεί προβλήματα καθώς, κατά τον ίδιο, «η επιβολή διαφόρων προγραμμάτων οικονομικής ανάκαμψης απορρέει από το πώς αντιλαμβάνονται οι Γερμανοί την οικονομία, κάτι το οποίο δεν ταιριάζει στην ελληνική νοοτροπία».

Έτσι, όπως διαπιστώνει ο κ. Γιαλλουρίδης, δημιουργούνται «προβλήματα δυσπιστίας ως προς το μέλλον της Ευρώπης και ως προς την ικανότητα της Ευρώπης να "καλύψει" τον αποδυναμωμένο Νότο».

Εν ολίγοις, ο καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής θεωρεί ότι η δυσπιστία των Ελλήνων συνίσταται στη δομή - αυτή καθ' αυτή - της σημερινής Ευρώπης, η οποία απέχει παρασάγγας από την προσδοκώμενη δομή των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης.

«Σήμερα διαπιστώνεται η κυριαρχία ορισμένων κρατών σε βάρος των υπολοίπων και μία Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία αποτελεί οικονομικό διευθυντήριο των Γερμανών και ελαφρώς των Γάλλων» καταλήγει ο κ. Γιαλλουρίδης.