κίνα αφρική
Αλλα 60 δισ. δολάρια θα προσφέρει η Κίνα στην Αφρική ανακοίνωσε ο Κινέζος πρόεδρος Xi Jinping και όπως είπε, οι κινεζικές εταιρείες καλούνται να επενδύσουν τουλάχιστον 10 δισ. δολ. την επόμενη τριετία. Ωστόσο, προειδοποίησε ότι τα χρήματα δεν θα διατεθούν για «έργα ματαιοδοξίας» όπως είπε χαρακτηριστικά.

Κατά την ομιλία του στα εγκαίνια της σινο-αφρικανικής συνόδου κορυφής που άρχισε τη Δευτέρα στο Πεκίνο, ο πρόεδρος Xi υποσχέθηκε ότι θα γίνουν αναπτυξιακά έργα στη «μαύρη ήπειρο» που θα μπορεί να δει και να αγγίξει ο κόσμος, καθώς και ότι θα αφορούν «πράσινα» και βιώσιμα project.

Η χρηματοδοτική στήριξη θα διατεθεί υπό τη μορφή κρατικής ενίσχυσης, αλλά και επενδύσεων από χρηματοοικονομικούς οργανισμούς και εταιρείες. Παράλληλα, η Κίνα θα επεκτείνει τις εισαγωγές της από την Αφρική, κυρίως σε προϊόντα μεταποίησης, ενώ θα διευκολύνει τις εκδόσεις ομολόγων από τις αφρικανικές τράπεζες. Υπενθυμίζεται δε ότι η Κίνα δάνεισε στην αφρικανική ήπειρο 125 δισ. δολ. το διάστημα 2000-2016, σύμφωνα με στοιχεία έρευνας του Πανεπιστημίου Johns Hopkins.

Η κίνηση αυτή αποσκοπεί στη βελτίωση της πρόσβασης της Κίνας σε ξένες αγορές και πόρους και στην ενίσχυση της επιρροής του Πεκίνου στο εξωτερικό. «Είναι η μεγαλύτερη σύνοδος κορυφής όλων των εποχών» θριαμβολογεί ο υπουργός Εξωτερικών της Κίνας Ουάνγκ Γι ενώ διθύραμβοι ακούγονται και στα κινεζικά μέσα ενημέρωσης, ιδιαίτερα στο δίκτυο China Global TV Network (CNTV), που μεταφέρει τις θέσεις της κινεζικής κυβέρνησης. Ο Ζεν Χάιπιν, αναλυτής του Κινεζικού Κέντρου Διεθνών Σπουδών, υπενθυμίζει ότι ο πρόεδρος της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ, έχει κάνει ήδη τέσσερις περιοδείες στην Αφρική, περισσότερες από κάθε προκάτοχό του.

Αυτή η πολιτική αποφέρει καρπούς, υποστηρίζει ο Χάιπιν. Και η αλήθεια είναι ότι το εμπόριο ανάμεσα στην Κίνα και την Αφρική αναπτύσσεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς: ενώ το έτος 2000 οι συναλλαγές δεν ξεπερνούσαν τα 10 δισεκατομμύρια δολάρια, το 2018 ανέρχονται πλέον σε 200 δις, ενώ την ίδια στιγμή καταγράφεται στασιμότητα στις εμπορικές συναλλαγές της Αφρικής με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ.

Ο Κινέζος Πρόεδρος ισχυρίστηκε ότι η βοήθεια που έχει προσφέρει, και θα αυξήσει περισσότερο στο μέλλον, η Κίνα σε χώρες της Αφρικής, δεν συνοδεύεται από ανάμειξη στα εσωτερικά των χωρών της ηπείρου, αλλά επιδίωξη είναι «να δώσει ευτυχία σε όλους» και «απόλαυση πολιτιστικής ευημερίας». Όμως επιδιώκοντας περισσότερες συμμαχίες με αφρικανικές χώρες ώστε να αλλάξει προς όφελος του Πεκίνου τους περιφερειακούς ή και διεθνείς συσχετισμούς δυνάμεων, ζήτησε να αυξηθεί ο πολιτικός διάλογος Κίνας - Αφρικής. Πρότεινε ενίσχυση της αμοιβαίας κατανόησης και υποστήριξη θεμάτων που αφορούν «συμφέροντα - κλειδιά κάθε πλευράς», ώστε να προωθηθεί ο συντονισμός ενεργειών «σε μείζονα διεθνή και περιφερειακά θέματα».

Υψηλές προσδοκίες για την εμπορική συνεργασία με την Κίνα εκφράζουν και πολλές αφρικανικές χώρες. Σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών της Λιβερίας, Αουγκούστους Φλόμο, η Κίνα είναι «ένας πολύ σημαντικός εταίρος» που μπορεί να βοηθήσει τη χώρα του ιδιαίτερα στα δημόσια έργα, την επέκταση του δικτύου ηλεκτροδότησης και τον εκσυγχρονισμό του συστήματος υγείας. Από την πλευρά του ο πρόεδρος της Κένυας, Ουχούρου Κενυάτα, δηλώνει στο κινεζικό δίκτυο CGTN ότι «η σύνοδος κορυφής του FOCAC προσφέρει σημαντικές ευκαιρίες για όλους τους συμμετέχοντες. Είναι σαφές για τη χώρα μας, και για ολόκληρη την ήπειρό μας, ότι μόνο πλεονεκτήματα μπορεί να έχει η διεύρυνση της συνεργασίας με την Κίνα». Παράλληλα, ο Κενυάτα δηλώνει θιασώτης του ελεύθερου εμπορίου με την Κίνα: «Εμείς οι Αφρικανοί δεν επιτρέπεται να επιλέξουμε τον απομονωτισμό. Μακροχρόνια, μία πολιτική προστατευτισμού θα είχε αρνητικές επιπτώσεις για τους πολίτες μας», προειδοποιεί.

Διαφορετική άποψη ωστόσο εκφράζει ο Γερμανός οικονομολόγος Ρόμπερτ Κάπελ. «Κανονικά, ο Κενυάτα θα έπρεπε να επικρίνει την πολιτική της Κίνας, η οποία καταστρέφει τις αφρικανικές αγορές με τις επιδοτούμενες εξαγωγές της, διατηρώντας τεχνηέντως χαμηλές τιμές σε όλα τα καταναλωτικά προϊόντα, από ψυγεία και ποδήλατα μέχρι κεριά και ηλεκτρικούς λαμπτήρες», υποστηρίζει. Αυτό το είδος «ελεύθερου εμπορίου» που επικροτεί ο Κενυάτα στην πραγματικότητα έχει σταματήσει κάθε προσπάθεια εκβιομηχάνισης στις χώρες της Αφρικής, υποστηρίζει ο Κάπελ.

Αναφέρει επίσης ότι οι αφρικανικές χώρες αντιμετωπίζουν έναν ακόμη κίνδυνο. Έχοντας δανειστεί από την Κίνα τεράστια ποσά για την κατασκευή εμβληματικών έργων υποδομής, όπως η σιδηροδρομική σύνδεση ανάμεσα στην Αντίς Αμπέμπα και το Τζιμπουτί ή από τη Μομπάσα προς το Ναϊρόμπι, βρίσκονται αντιμέτωπες με τον κίνδυνο πολιτικής εξάρτησης. «Η Κίνα υποστηρίζει πάντοτε ότι δεν θέλει να αναμιγνύεται σε εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών. Αλλά συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο» λέει ο Ρόμπερτ Κάπελ, για να προσθέσει ότι αυτό διαφαίνεται ήδη στο νότιο Σουδάν, όπου η Κίνα συμμετέχει σε ειρηνευτική αποστολή, ή στο Τζιμπουτί, όπου διατηρεί στρατιωτική βάση. Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ζήτημα της Ταϊβάν: συνυπολογίζοντας προφανώς τις επιδιώξεις του Πεκίνου όλες οι αφρικανικές χώρες, με εξαίρεση τη Σουαζιλάνδη, έχουν διακόψει τη συνεργασία τους με την Ταϊβάν, την οποία η Κίνα δεν αναγνωρίζει και θεωρεί απλώς «αποσχισθείσα επαρχία» της.

Σε μια συνέντευξη του στη Deutsche Welle, ο καθηγητής Χέλμουτ Άσε αναφέρει ότι «η Κίνα δεν θέτει ρητούς πολιτικούς όρους εκτός από το ζήτημα της Ταϊβάν. Είναι τυπικά ένα είδος "πολιτικής μη παρέμβασης", αλλά υπήρξαν μερικές εμφανείς περιπτώσεις σαφέστατης κινεζικής παρέμβασης. Η μετάβαση της εξουσίας στη Ζιμπάμπουε, όπου ο δικτάτορας Ρόμπερτ Μουγκάμπε πρόσφατα έχασε την εξουσία, είναι ένα παράδειγμα. Η κινεζική κυβέρνηση δεν μπόρεσε να αρνηθεί πειστικά ότι ο σημερινός Πρόεδρος είχε λάβει προηγούμενη έγκριση από το Πεκίνο. Δεν είναι μυστικό ότι το κυβερνών κόμμα ZANU-PF της Ζιμπάμπουε είχε την υποστήριξη της Κίνας για δεκαετίες. Δεν μπορεί κανείς μιλήσει για πολιτική παρέμβαση αλλά είναι ασφαλώς πολιτική επιρροή».

Συγκρίνοντας δε με τη συμπεριφορά της Ευρώπης επισημαίνει ότι «σε ορισμένες αφρικανικές χώρες, η κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι σε χαμηλό επίπεδο. Όταν τα δυτικά έθνη, ειδικά η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Γερμανία, παρεμβαίνουν, λένε ότι δεν πρόκειται να αποδεχθούν αυτές τις παραβιάσεις δικαιωμάτων και προειδοποιούν ότι θα σταματήσουν την αναπτυξιακή βοήθεια σε αυτά τα έθνη εάν δεν αλλάξουν τους τρόπους τους. Η προσέγγιση της κινεζικής κυβέρνησης είναι αρκετά διαφορετική από αυτή της Δύσης σε αυτό το μέτωπο».

Από την πλευρά της η Κίνα ασκεί εμμέσως πλην σαφώς κριτική στην ευρωπαϊκή αναπτυξιακή πολιτική. Επικρίνει τον «νεο-αποικιοκρατισμό» που εξακολουθούν να ασκούν οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί όσον αφορά την αναπτυξιακή τους βοήθεια.

«Αυτή η νεο-αποικιοκρατική τάση υπάρχει σίγουρα» επισημαίνει ο Γερμανός οικονομολόγος και διάσημος εμπειρογνώμονας για τις αφρικανικές υποθέσεις. Ωστόσο, όπως υποστηρίζει, «σχετικά με τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Αφρική, η πολιτική επιρροή που ασκεί η Ευρώπη έχει και θετικές επιπτώσεις. Επίσης η Ευρώπη προωθεί, μεταξύ άλλων, τη δημοκρατία και τις ελεύθερες εκλογές. Πιστεύουμε ότι ορισμένα θεσμικά όργανα, συμπεριλαμβανομένου ενός ανεξάρτητου δικαστικού συστήματος, είναι απαραίτητα για την επιτυχία των αναπτυξιακών προγραμμάτων. Αλλά αυτό που μπορούμε να μάθουμε από την Κίνα είναι να δημιουργήσουμε ελκυστικά πακέτα υποστήριξης για επενδύσεις και προώθηση των εξαγωγών σε επιχειρήσεις για να συμμετάσχουμε σε μεγάλα έργα στην Αφρική με φορολογικά κίνητρα. Το όλο θέμα είναι τελικά η δημιουργία θέσεων εργασίας. Όλοι γνωρίζουν ότι αν θέλουμε να καταπολεμήσουμε τα αίτια της μετανάστευσης, τότε οι θέσεις εργασίας είναι η λέξη-κλειδί».