μακρόν
Η Γαλλία εξέλεξε τον πρώην τραπεζίτη Εμμανουέλ Μακρόν ως τον επόμενο πρόεδρο της. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ήταν 66,06% για τον νεοφερμένο και νεοφιλέλευθερο οικονομολόγο, ο οποίος δεν είχε καν πολιτικό κόμμα, αλλά είχε πίσω του όλη την επιχειρηματική υποστήριξη της χώρας και τις παραδοσιακές πολιτικές ελίτ, που του παρείχαν απλόχερα απεριόριστα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οικονομική βοήθεια στην προεκλογική του καμπάνια.

Περίπου το 25% όλων των ψηφοφόρων στη Γαλλία απείχε, φθάνοντας κοντά στο ιστορικό χαμηλό των εκλογών του 1969 ενώ εκτιμάται επίσης ότι το 25% από το συνολικό ποσοστό του Μακρόν προήλθε όχι από υποστηρικτές του αλλά από αυτούς που θέλησαν να ψηφίσουν κατά της Μαρίν Λεπέν, η οποία συγκέντρωσε το 33,94% των ψήφων.

Πόσο σταθερή θα είναι η υποστήριξη στον Μακρόν θα κριθεί και από το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών που ακολουθούν καθώς η νίκη του «ανεξάρτητου» χωρίς κόμμα 39χρονου πρώην υπουργού του Ολάντ κατέστη δυνατή χάρη στα «βολικά» σκάνδαλα που χτύπησαν έτους άλλους υποψήφιους που στήριζαν οι επιχειρηματίες της Γαλλία, δηλαδή τους Ζυπέ και Φιγιόν.

Όλα δείχνουν ότι η πολιτική ελίτ ενθάρρυνε τη δημοσιοποίηση των σκανδάλων, προκειμένου να ενώσει τις επιχειρήσεις, τα στελέχη της κρατικής διοίκησης και τις επαγγελματικές τάξεις πίσω από έναν υποψήφιο, τον νεοφερμένο Μακρόν.

Επομένως, τα επιχειρηματικά συμφέροντα ήταν ενωμένα ενώ τα αριστερά και τα δεξιά εναλλακτικά κόμματα διασπάστηκαν.

Μια άλλη βολική εξέλιξη που επέτρεψε την εκλογική νίκη του Μακρόν ήταν η αποτυχία της γαλλικής αριστεράς να ενωθεί πίσω από έναν υποψήφιο. Ο υποψήφιος του Σοσιαλιστικού Κόμματος, Μπενουά επιβαρύνθηκε με τη μαζική δυσαρέσκεια προς το κυβερνών κόμμα υπό τον Φρανσουά Ολάντ, τον απερχόμενο πρόεδρο, ο οποίος εγκαταλείπει τα Ηλύσια Πεδία με μόλις 5% δημοτικότητα.

Η ισχυρότερη «αριστερή πρόταση» ήταν ένα καινούργιο πρόσωπο, ο Μελανσόν, που ξεκίνησε όμως αργά την εκστρατεία και δεν μπόρεσε να μετατοπίσει το μήνυμα των εκλογών που «διέδιδαν» τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στη Γαλλία πως «μόνο η ψήφος στον Μακρόν μπορεί να σταματήσει τη Λεπέν και την άκρα δεξιά».

Για πολλούς αναλυτές ο Μακρόν αντιπροσωπεύει μια στρατηγική κίνηση των ελίτ για τη διάσωση του ευρωπαϊκού νεοφιλελευθερισμού παρόμοια με εκείνη που ανέπτυξαν οι οικονομικές ελίτ της Βρετανίας και των ΗΠΑ κατά τη δεκαετία του 1990, όταν έθεσαν τον Τόνι Μπλερ και τον Μπιλ Κλίντον επικεφαλής αυτών των κρατών, τους επονομαζόμενους και «νέους δημοκρατικούς».

Ο Εμμανουέλ Μακρόν είναι ο «νέος δημοκρατικός» της Γαλλίας και η αντανάκλαση των ελίτ στη Γαλλία είναι ο «Τόνι Κλίντον» ή «Μπιλ Μπλερ» αν προτιμάτε.

Είναι επίσης πρώην τραπεζίτης και ως εκ τούτου αντιπροσωπεύει επίσης την τάση μιας βαθύτερης επιρροής και ελέγχου των τραπεζιτών και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στις κυβερνήσεις των προηγμένων οικονομιών, όπως οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιαπωνία και η Ευρώπη εν γένει.

Στις ΗΠΑ, οι μεγάλοι τραπεζικοί οργανισμοί όπως η Goldman Sachs, διαθέτουν στελέχη τους σχεδόν σε όλες τις σημαντικές θέσεις και υπηρεσίες του υπουργικού συμβουλίου στην αμερικανική διοίκηση υπό τον Ντόναλντ Τραμπ. Κάτι ανάλογο συνέβαινε και με και την Citigroup όταν κυβερνούσε ο Ομπάμα.

Η Γαλλία φαίνεται να συνεχίζει αυτή την τάση, καθώς οι τράπεζες και οι χρηματοπιστωτικοί όμιλοι επιθυμούν να διατηρήσουν την κυριαρχία τους στο πολιτικό σύστημα, ιδιαίτερα στις προηγμένες οικονομίες σε μια εποχή αυξανόμενων οικονομικών αναταράξεων και κρίσεων.

Ο Μακρόν έχει υποσχεθεί να πάρει τη σκυτάλη της «εργατικής μεταρρύθμισης» που εισήγαγε το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ολλανδίας. Αυτό σημαίνει νέους νόμους που θα αποδυναμώσουν τα συνδικάτα, τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, θα επιτρέψουν τις μαζικές απολύσεις εργαζομένων, θα εξαλείψουν τις απεργίες, θα μειώσουν τα κοινωνικά οφέλη, θα ιδιωτικοποιήσουν τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης και εκπαίδευσης στη Γαλλία.

Τώρα λοιπόν η σύγκρουση στη Γαλλία κινείται από τον εκλογικό χώρο στον εργασιακό.

Η μεγαλύτερη ένωση συνδικάτων στη Γαλλία, το CGT, έχει ήδη ζητήσει την εντατικότερη κινητοποίηση σε επίπεδο εταιρείας- επιχείρησης-εργοστασίου και την προετοιμασία για μια γενική απεργία.