Τζο Μπάιντεν
Για «επιστροφή στη σταθερότητα» κάνουν λόγο δεκάδες αναλυτές από τη στιγμή που ο Τζο Μπάιντεν ανακοίνωσε τους ανθρώπους που προτείνει για τα σημαντικότερα υπουργεία και τις υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ.

Η παρατήρηση είναι σωστή, καθώς τα συγκεκριμένα στελέχη των Δημοκρατικών καλούνται να αντικαταστήσουν την απρόβλεπτη και συχνά ανερμάτιστη εξωτερική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ.

«Σταθερότητα» όμως στο λεξιλόγιο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής σημαίνει συνήθως εισβολές σε ξένες χώρες, μαζικές δολοφονίες αμάχων, βασανιστήρια, απελάσεις εκατομμυρίων μεταναστών, αλλά και υποταγή της πολιτικής εξουσίας στις βουλήσεις της Wall Street.

Η βασική ομάδα που προτείνει ο Μπάιντεν συγκεντρώνει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά. Πρόκειται για ανθρώπους που πηγαινοέρχονται εδώ και χρόνια από κυβερνητικές θέσεις σε φιλοπόλεμα think tank και ιδιωτικά μεγαθήρια της Wall Street παίζοντας καθοριστικό ρόλο στη χάραξη της εξωτερικής, αλλά και της οικονομικής πολιτικής της υπερδύναμης.

Αξίζει να δούμε το σύντομο βιογραφικών των σημαντικότερων επιλογών του Μπάιντεν:

Αντονι Μπλίνκεν: Υπουργός Εξωτερικών

Ο προτεινόμενος επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας, είναι γόνος οικογένειας τραπεζιτών και χρηματιστών και υπήρξε ένας από τους παλαιοτέρους συμβούλους του Τζο Μπάιντεν.

Πριν από την εισβολή και διάλυση του Ιράκ το 2003, συμμετείχε στην ομάδα αναλυτών της επιτροπής εξωτερικών υποθέσεων της Γερουσίας που παρήγαγε και προωθούσε αρκετές από τις ψευδείς πληροφορίες για τα υποτιθέμενα «όπλα μαζικής καταστροφής του Ιράκ». Δημοσιογραφικές πληροφορίες αναφέρουν ότι η μόνη φορά που διαφώνησε με τον Μπάιντεν ήταν πριν από τους αμερικανικούς βομβαρδισμούς στη Λιβύη, όταν ο Μπλίνκεν χτυπούσε τα τύμπανα του πολέμου, ενώ ο Μπάιντεν επιχειρούσε να τηρήσει πιο μετριοπαθή στάση.

Η μεγαλύτερη συμμετοχή του σε αιματοχυσία όμως πραγματοποιήθηκε σε σχέση με τη Συρία όπου παρουσιάζεται ως ένας από τους βασικούς αρχιτέκτονες της αμερικανικής πολιτικής στην περιοχή. Κρίσιμος ήταν ο ρόλος του και στην κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με τη Ρωσία, αφού από τη θέση του αναπληρωτή ΥΠΕΞ ενορχήστρωσε την εκστρατεία κυρώσεων εναντίον της Μόσχας με αφορμή τις εξελίξεις στην Κριμαία.

Αβρίλ Χάινς: Επικεφαλής των Υπηρεσιών Πληροφοριών

Ίσως η πιο ενδιαφέρουσα στιγμή στη ζωή της Αβρίλ Χάινς, η οποία επελέγη ως επικεφαλής των Υπηρεσιών Πληροφοριών, ήταν το 1992, όταν εγκατέλειψε το διδακτορικό της στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins για να αγοράσει ένα μπαρ το οποίο βγήκε σε δημοπρασία όταν ανακαλύφθηκε όταν χρησιμοποιούνταν για διακίνηση μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών. Η Χάινς με τον σύζυγό της, το μετέτρεψαν σε πολυχώρο όπου, μεταξύ άλλων, γίνονταν και βραδιές ανάγνωσης ερωτικής λογοτεχνίας.

Η Ιστορία, πάντως, θα τη θυμάται περισσότερο για τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε στις μαζικές δολοφονίες με drones, όταν ο Μπαράκ Ομπάμα τη διόρισε αναπληρώτρια διευθύντρια της CIA. Σύμφωνα με το ίδρυμα ερευνών Council on Foreign Relations, το πρόγραμμα «στοχευμένων δολοφονιών» με drones του Ομπάμα ευθύνεται για τον θάνατο 3.674 ανθρώπων (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι θάνατοι στο Ιράκ και το Αφγανιστάν).

Η Χάινς ήταν επίσης ο άνθρωπος που ανέλαβε για λογαριασμό του Ομπάμα τη συγκάλυψη ειδικής έκθεσης της Γερουσίας για τα βασανιστήρια που πραγματοποιούσε η CIA.

Τζέικ Σάλιβαν: Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας

Άνθρωπος με ισχυρούς δεσμούς με το βαθύ κράτος των ΗΠΑ θεωρείται και ο προτεινόμενος σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, Τζέικ Σάλιβαν. Ως επικεφαλής του γραφείου της Χίλαρι Κλίντον στις προεδρικές εκλογές του 2016, ο Σάλιβαν επωμίστηκε μεγάλο τμήμα τη ευθύνης για την αποτυχία της υποψήφιας των Δημοκρατικών.

Ως βασικός σύμβουλος του Μπάιντεν, όταν ήταν αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, έπαιξε κομβικό ρόλο στη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής για τη Συρία, τη Λιβύη και τη Μιανμάρ. Καθοριστικός όμως θεωρείται ο ρόλος του και στη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν - ίσως τη μοναδική ενέργεια του Ομπάμα με στόχο την αποκλιμάκωση της έντασης στη Μέση Ανατολή.

Πάντως, μιλώντας πρόσφατα στην έκδοση «The Atlantic», δήλωσε ότι οι ΗΠΑ «θα πρέπει να διεκδικήσουν εκ νέου τη θέση τους στο διεθνές στερέωμα» στηριζόμενες στην αμερικανική ιδιαιτερότητα (exceptionalism) - ένας ευγενικός τρόπος να περιγράψεις τα επιθετικά σχέδια της αμερικανικής υπερδύναμης.

Αλεχάντρο Μαγιόρκας: Υπουργός Εσωτερικής Ασφάλειας

Αποτελεί ίσως ειρωνεία της τύχης ότι ο Αλεχάντρο Μαγιόρκας, παιδί Κουβανών αντικαθεστωτικών που ήρθαν στις ΗΠΑ μετά την επανάσταση του Φιντέλ Κάστρο, θα αναλάβει το Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας, δηλαδή θα παίξει καθοριστικό ρόλο στη χάραξη της μεταναστευτικής πολιτικής των ΗΠΑ.

Όπως ήταν αναμενόμενο, ο φιλελεύθερος Τύπος των ΗΠΑ τον παρουσίασε ως την καλύτερη απάντηση στις ακρότητες του Τραμπ, ο οποίος έχτιζε το τείχος με το Μεξικό και απομάκρυνε ανήλικα παιδιά μεταναστών από τις οικογένειές τους. Αυτό που δεν φαίνεται να θυμούνται είναι ότι ο Μαγιόρκας, ως επικεφαλής της αμερικανικής Υπηρεσίας Μετανάστευσης, είχε αναλάβει να εφαρμόσει την πολιτική μαζικών απελάσεων του Μπαράκ Ομπάμα. Στα χρόνια του Μαγιόρκας, ο Ομπάμα απέλασε τρία εκατομμύρια μετανάστες κερδίζοντας τον τίτλο του «Deporter in Chief» (λογοπαίγνιο με τις λέξεις «deport-απέλαση και τον όρο Commander-in-Chief που χρησιμοποιούν στις ΗΠΑ για να εξηγήσουν ότι ο πρόεδρος είναι και επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων).

Τζάνετ Γιέλεν: Υπουργός Οικονομικών

Η πρόθεση του Μπάιντεν να τοποθετήσει (σύμφωνα με πληροφορίες της Wall Street Journal) την Τζάνετ Γιέλεν στη θέση της υπουργού Οικονομιών, συγκέντρωσε θετικά σχόλια από προοδευτικούς οικονομολόγους, όπως ο Πολ Κρούγκμαν.

Ομολογουμένως πρόκειται για διακεκριμένη οικονομολόγο με βαθιά γνώση της επιστήμης της. Το γεγονός μάλιστα ότι ακολουθεί μια μάλλον Κεϋνσιανή προσέγγιση, προτάσσοντας την αντιμετώπιση της ανεργίας και όχι του πληθωρισμού (όπως θέλει η νεοφιλελεύθερη σχολή σκέψης), την καθιστά ίσως την πιο φιλολαϊκή επιλογή σε σχέση με όλους τους προκατόχους της.

Οι υποστηρικτές της όμως αποφεύγουν να μας θυμίσουν ότι από τη θέση της στην Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ προώθησε την άνευ όρων διάσωση της Wall Street με χρήματα των φορολογούμενων στα χρόνια της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008-2009. Η υπουργοποίησή της, αν επιβεβαιωθεί, στέλνει ένα μήνυμα ότι ο Μπάιντεν θα μετριάσει τις ακρότητες της οικονομικής πολιτικής, που έχουν φέρει τις ΗΠΑ στα όρια της κοινωνικής έκρηξης, χωρίς όμως ποτέ να εγκαταλείψει τα «αγόρια της Wall Street» στα οποία γνωρίζει ότι οφείλει σε σημαντικό βαθμό της ανάληψη της προεδρίας.