μακρόν ερντογάν
© AFP 2020 / Adem Altan
Πώς αντιμετωπίζεις μια κατάσταση στην οποία ο μεγαλύτερος σου εχθρός ενδέχεται να έχει δίκιο (ή τουλάχιστον να μην έχει απόλυτο άδικο); Πώς συμπεριφέρεσαι απέναντι σε μια κοινωνία που αναζητά τους δράστες ενός στυγερού εγκλήματος σε λάθος μέρος;

Και τέλος πώς απαντάς σε κάποιον που εμφανίζεται σαν υπερασπιστής της ελευθερίας του λόγου και της λογικής ενώ ταυτόχρονα κηρύσσει μια σταυροφορία μίσους εναντίων των αδυνάτων;

Τα πρόσφατα φρικιαστικά εγκλήματα στη Γαλλία και η πολιτική αντιπαράθεση που πυροδότησαν μεταξύ του Παρισιού και της Άγκυρας, μας φέρνουν αντιμέτωπους με μια πραγματικότητα όπου το συναίσθημα αλλά και οι παγιωμένες αντιλήψεις για το ποιος είναι καλός και ποιος κακός, ποιος εχθρός και ποιος σύμμαχος, απειλούν να θολώσουν την κρίση μας. Αν ακολουθήσουμε όμως τα εύκολα μονοπάτια σκέψης, που προωθούν τα μεγαλύτερα ΜΜΕ, κινδυνεύουμε να πέσουμε στη μεγάλη παγίδα της αυτοεκπληρούμενης «σύγκρουσης των πολιτισμών».

Θα πρέπει καταρχήν να ξεκαθαρίσουμε ότι η αντιπαράθεση Μακρόν-Ερντογάν δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια αντανάκλαση της εν εξελίξει σύγκρουσης των γαλλικών και τουρκικών οικονομικών ελίτ για την κυριαρχία στη Μεσόγειο και τη βόρεια Αφρική. Το Παρίσι και η Άγκυρα, όμως, έχουν τους δικούς τους λόγους να καμουφλάρουν αυτή την αντιπαράθεση με όρους πολιτισμικής, αξιακής και θρησκευτικής σύγκρουσης. Ο Μακρόν εκμεταλλεύεται την δικαιολογημένη οργή που προκαλούν οι επιθέσεις εξτρεμιστών ισλαμιστών για να ταυτίσει στο συλλογικό υποσυνείδητο της Ευρώπης τον πολιτικό του αντίπαλο με τους δράστες. Ελπίζει έτσι να δημιουργήσει το κατάλληλο ψυχολογικό υπόβαθρο για την επιβολή κυρώσεων εναντίον της Τουρκίας, οι οποίες φυσικά δεν σχετίζονται ούτε με την ελευθερία της έκφρασης ούτε με την προστασία του κοσμικού χαρακτήρα της Ευρώπης.

Από την πλευρά του, ο Ερντογάν οξύνει συνειδητά την αντιπαράθεση επιχειρώντας να αναβαθμίσει τον ρόλο της Τουρκίας στα μάτια του αραβικού και ισλαμικού κόσμου, σαν της μοναδικής δύναμης που τολμά να ανακόψει την νέο-αποικιακή πολιτική των δυτικών δυνάμεων. Παράλληλα, προσπαθεί να προκαταβάλλει τυχόν κυρώσεις εναντίον της χώρας του παρουσιάζοντάς τις σαν την εκδικητική απάντηση της «χριστιανικής Ευρώπης» στη μουσουλμανική Τουρκία.

Αυτό φυσικά που και οι δυο ηγέτες έχουν κάθε λόγο να κρύψουν, είναι ότι φέρουν ανάλογη ευθύνη για την άνοδο του ισλαμικού εξτρεμισμού που οπλίζει τα χέρια των δολοφόνων. Η Γαλλία, μετά την εισβολή στη Λιβύη, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη χρηματοδότηση ένοπλων ομάδων που συνεργάζονταν με την Αλ Κάιντα και οι οποίες στη συνέχεια επεκτάθηκαν σε γειτονικές χώρες της Αφρικής για να φτάσουν μέχρι και τη Συρία. Αντίστοιχα, η Τουρκία αποτέλεσε για χρόνια σταθμό ανεφοδιασμού και ασφαλές καταφύγιο για οργανώσεις που σύντομα βρέθηκαν στον πυρήνα του ISIS. Όπως συμβαίνει συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις, και οι δυο χώρες έχασαν σε κάποια στιγμή τον έλεγχο των εξτρεμιστικών οργανώσεων που υπέθαλπταν, γεγονός που έχει τραγικές συνέπειες για του λαούς της ευρύτερης Μέσης Ανατολής και της Ευρώπης.

Το γεγονός όμως ότι και οι δυο χώρες εκμεταλλεύονται με απόλυτη κυνικότητα τις εξελίξεις, ενώ παράλληλα αποκρύπτουν τις πραγματικές τους ευθύνες για την άνοδο της ισλαμικής τρομοκρατίας, δεν πρέπει να μας εμποδίζει να δούμε ότι την πρώτη κίνηση για την αναζωπύρωση της έντασης είχε ο Μακρόν και όχι ο Ερντογάν. O πρόεδρος της Τουρκίας μπορεί να είναι ένας επικίνδυνος, απολυταρχικός ηγέτης, που συμπεριφέρεται δικτατορικά στον λαό του, είχε όμως δίκιο όταν κατηγόρησε τον Μακρόν ότι χρησιμοποιεί το φρικιαστικό αποκεφαλισμό του καθηγητή για να προωθήσει μια αντιμουσουλμανική σταυροφορία στο εσωτερικό της Γαλλίας. Η ασύμμετρη μάλιστα απάντηση του γαλλικού κράτους, που ανακάλεσε τον πρέσβη του στην Άγκυρα, επιβεβαιώνει ότι ο Ερντογάν χτύπησε ένα νεύρο που πονά τον Γάλλο πρόεδρο.

Τις τελευταίες ημέρες, η κυβέρνηση Μακρόν όχι μόνο απέφυγε συνειδητά να κάνει τη διάκριση ανάμεσα στην πλειονότητα των μουσουλμάνων και τους απάνθρωπους εγκληματίες, αλλά χρησιμοποίησε την ισλαμοφοβία, που η ίδια προωθεί, για να επιτεθεί σε πολιτικούς της αντιπάλους. Ο Γάλλος υπουργός Παιδείας, Ζαν Μισέλ Μπλανκέρ, έφτασε στο σημείο να κατηγορεί πολιτικούς της αριστεράς όπως ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν, για «ιδεολογική συνέργεια» στα τρομοκρατικά χτυπήματα. Ο Μπλανκέρ κατονόμασε μάλιστα σαν «ηθικούς αυτουργούς» των εγκλημάτων τουλάχιστον 50 οργανώσεις για τα δικαιώματα των μουσουλμάνων, κάποιες από τις οποίες συνεργάζονται και με τον ΟΗΕ και οι οποίες τώρα απειλούνται με οριστικό κλείσιμο από τις γαλλικές αρχές.

Σάτιρα για τους αδύναμους, πλάτες στους ισχυρούς

Δυστυχώς η ρητορική μίσους του Μακρόν, που εξυπηρετεί συγκεκριμένα πολιτικά συμφέροντα του γαλλικού κατεστημένου, βρίσκει ευήκοα ώτα σε μεγάλη μερίδα της κοινή γνώμης, που βομβαρδίζεται από τα ισλαμοφοβικά ΜΜΕ. Μέσα στη δικαιολογημένη οργή όλων μας για τις φρικιαστικές δολοφονίες αθώων πολιτών από εξτρεμιστικά στοιχεία, κυριαρχεί η άποψη ότι η αναδημοσίευση προκλητικών σκίτσων, από έντυπα όπως το Charlie Hebdo, αποτελεί κάποιου είδους προάσπισης της ελευθερίας της έκφρασης. Η προάσπιση όμως της ελευθερίας της έκφρασης, έχει νόημα μόνο ως υπεράσπιση μιας διωκόμενης και μειοψηφικής άποψης.

Ο ρόλος ενός δημοσιογράφου και ενός σκιτσογράφου είναι να προστατεύει τον αδύναμο απέναντι στην εκάστοτε εξουσία. Και ο αδύναμος και διωκόμενος σε αυτή την περίπτωση είναι οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί της Ευρώπης, που δέχονται τον καθημερινό ρατσισμό του κράτους και των κυρίαρχων ΜΜΕ. Το γεγονός ότι ορισμένοι εξτρεμιστές δολοφόνοι σπέρνουν τον θάνατο ικανοποιώντας τις αρρωστημένες φονταμενταλιστικές θέσεις τους δεν αλλάζει τη γενική εικόνα ότι οι μουσουλμάνοι είναι τα διαρκή θύματα του δομικού ρατσισμού και της ξενοφοβίας.

Το επιχείρημα λοιπόν του Charlie Hebdo, και ανάλογων εντύπων, ότι ασκούν κριτική σε όλες τις θρησκείες, ακόμη και αν ισχύει (και συνήθως δεν ισχύει αφού οι προκλήσεις προς τους μουσουλμάνους υπερτερούν αριθμητικά), δεν έχει πρακτικά κανένα νόημα. Ας φανταστούμε, παραδείγματος χάριν, ένα ανάλογο έντυπο στα χρόνια της ναζιστικής Γερμανίας το οποίο θα σατίριζε τους Εβραίους και θα δικαιολογούσε τις δημοσιεύσεις του λέγοντας ότι παράλληλα κριτικάρει και τους Χριστιανούς. Η μάχη απέναντι στον σκοταδισμό των θρησκειών είναι αναμφίβολα επιβεβλημένη, η τέχνη της πολιτικής όμως μας επιβάλλει να ιεραρχούμε τους στόχους μας γνωρίζοντας ποιος είναι ο αδύναμος τον οποίο οφείλουμε να υπερασπιστούμε σε κάθε χρονική στιγμή. Πολύ περισσότερο εάν αυτός ο αδύναμος αντιμετωπίζει τη θρησκεία, όχι μόνο σαν καταφύγιο απέναντι στις διώξεις που δέχεται, αλλά (καλώς ή κακώς) της προσδίδει και στοιχεία εθνικής ταυτότητας, όπως λειτουργεί το Ισλάμ για χιλιάδες μουσουλμάνους στην Ευρώπη.

Δυστυχώς, τις τελευταίες ημέρες το «αντικομφορμιστικό» Charlie Hebdo όχι μόνο ταυτίστηκε με το γαλλικό κράτος, αφήνοντας αξιωματούχους να προβάλλουν τα πρωτοσέλιδά του σε δημόσια κτίρια αλλά λειτούργησε και σαν εργαλείο της εξωτερικής πολιτικής του Μακρόν, κλιμακώνοντας τη σύγκρουση με τον Ερντογάν. Φυσικά, και οι δυο κινήσεις του είναι σεβαστές και θα υπερασπιστούμε το δικαίωμά του να τις κάνει -ζητώντας μάλιστα την παραδειγματική τιμωρία όσων αμφισβητούν αυτό το δικαίωμα. Δεν θα έχουμε όμως αυταπάτες ότι πρόκειται για πολιτικές αποφάσεις που ταυτίζονται με τις επιλογές της γαλλικής κυβέρνησης - κάτι που δεν αρμόζει σε ένα περιοδικό που γεννήθηκε στις φλόγες του Μάη του '68.