Η πανδημία αυξάνει εκθετικά την προϋπάρχουσα, σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένη δυσπιστία απέναντι στις ελίτ - όλες τις ελίτ, τις πολιτικές, τις επιχειρηματικές, τις δημοσιογραφικές και, ναι, τις επιστημονικές. Γιατί μπορεί να ανέδειξε τον ζωτικό ρόλο της επιστήμης, κίνησε όμως δυστυχώς και υποψίες
Δικηγόρος του (φτωχο)διάβολου
© CreativeProtagon
Σπούδασα φυσικές επιστήμες, και μάλιστα όχι με τον νου στην επαγγελματική αποκατάσταση μα από καθαρή αγάπη. Κατά τεκμήριο, λοιπόν, έχω σχετική ανοσία σε ανορθολογικές δοξασίες. Επίσης δεν ρέπω προς συνωμοσιολογικές θεωρίες, ούτε αναφορικά με τον κορονοϊό ούτε σε άλλα ζητήματα. Θα προσθέσω ότι τηρώ σχολαστικά τα μέτρα προφύλαξης που συνιστούν οι ειδήμονες και αποφασίζουν οι ιθύνοντες, αν και δεν είμαι βέβαιος ότι οι συστάσεις των μεν προηγούνται πάντοτε των αποφάσεων των δε και ότι δεν συμβαίνει συχνά και το αντίστροφο.

Έχω ωστόσο ολοένα περισσότερο την αίσθηση πως υπάρχουν παράξενα κενά, αντιφάσεις και αποσιωπήσεις στον επίσημο λόγο και την επίσημη πρακτική για την πανδημία. Δεν επιδοκιμάζω το κίνημα ή ρεύμα εναντίον αυτού που το αντιλαμβάνεται ως υγειονομικό ολοκληρωτισμό, το παρακολουθώ όμως με ανάμεικτα συναισθήματα. Μου φαίνεται πως βρίσκει δρόμο και περνάει μέσα από αυτά ακριβώς τα κενά και πως εκφράζει κάτι πιο σοβαρό, πιο βαθύ και πιο γενικευμένο από φαινόμενα όπως οι Ψεκασμένοι των Μνημονίων ή οι πιστοί του Σώρρα.

Προσπαθώ να κατανοήσω την αμφιθυμία μου παρατηρώντας από πιο κοντά αυτό το ρεύμα. Πρώτα πρώτα, είναι γνωστό ότι έχει πολύ ανομοιογενή σύνθεση. Αναφέρεται ότι πλειοψηφούν εκεί οι ακροδεξιοί. Δεν ξέρω πώς μετρήθηκε αυτό, αλλά η ανακλαστική χρήση του όρου ακροδεξιός δίκην αναθέματος για τις πιο διαφορετικές μορφές πολιτικής ή πολιτισμικής έκφρασης τον έχει αχρηστέψει τόσο ως διαγνωστικό εργαλείο όσο και ως επιχείρημα. Δέχομαι ωστόσο ότι δρουν και εκεί αληθινοί ακροδεξιοί, που υπηρετούν τη δική τους ατζέντα. Υπάρχουν επίσης οι συστηματικοί θιασώτες θεωριών συνωμοσίας, που ο αναστατωμένος από πρωτόγνωρες καταστάσεις νους τους βρίσκει κάθε φορά απάγκιο στη μια ή την άλλη παραμυθητική δαιμονολογία. Μια υποομάδα ανάμεσα στους τελευταίους είναι οι αρνητές της ίδιας της ύπαρξης του κορονοϊού, αν και αυτοί φαίνεται πως λιγοστεύουν ολοένα.

Υπάρχουν όμως και άλλοι, περισσότεροι από όσο αναγνωρίζεται, που δεν ταξινομούνται εύκολα. Τα κίνητρά τους γεννούν απορίες. Αν οι μνημονιομάχοι της περασμένης δεκαετίας εξεγείρονταν για την απώλεια χειροπιαστών κεκτημένων και τη βιοτική επισφάλεια που συνεπάγονταν τα βίαια μέτρα λιτότητας, οι μασκομάχοι, για παράδειγμα, φαίνεται να διεκδικούν ακριβώς την επισφάλεια, και μάλιστα στο ζωτικότερο από όλα τα αγαθά, την υγεία!

Παραλογισμός; Η γερμανική Die Zeit, που μόνο για αντισυστημικό λαϊκισμό δεν μπορεί να κατηγορηθεί, παρατηρούσε το καλοκαίρι ότι δεν είναι όλες οι θεωρίες συνωμοσίας απορριπτέες ως παράλογες. Πράγματι. Υπάρχουν ανάμεσά τους αρκετές που μοιάζουν εύλογες. Το έλλειμμά τους δεν βρίσκεται στη λογική αλλά στις αποδείξεις. Το αποδεικτικό κενό έρχεται να το καλύψει η καχυποψία.

Υπάρχουν στην προκειμένη περίπτωση δεδομένα που δικαιολογούν την καχυποψία; Για να δούμε.Την άνοιξη ο ΠΟΥ μάς διαβεβαίωνε ότι η μάσκα είναι ανώφελη, αλλά το καλοκαίρι συνιστούσε επειγόντως τη χρήση της. Αν η ελλιπής γνώση του τρόπου λειτουργίας του Covid-2 δικαιολογεί κάποιες ιατρικές παλινωδίες, πώς να πιστέψει κανείς ότι οι γιατροί του ΠΟΥ είχαν και ελλιπή γνώση της λειτουργίας μιας προστατευτικής μάσκας; Όταν, έπειτα, κορυφαία στελέχη της δημόσιας διοίκησης, από υπουργούς μέχρι δημάρχους, παραβιάζουν ανέμελα τα μέτρα που οι ίδιοι, με υψωμένο δάκτυλο και εκφοβιστικό λόγο, καλούν το κοινό να τηρήσει, τι θα σκεφτεί ο καχύποπτος για την αναγκαιότητα αυτών των μέτρων; Και μια και μιλάμε για εκφοβιστικό λόγο, πώς να δούμε τον διαγωνισμό για το πιο τρομοκρατικό νοσολογικό σενάριο, στον οποίο φαίνεται να επιδίδονται μερικοί λοιμωξιολόγοι, με έπαθλο τη δημοσιότητα και ίσως κάποια πιο απτά και μόνιμα οφέλη, αλλά με παράπλευρη απώλεια την αξιοπιστία τους;

Όλα αυτά, και πολλά άλλα, δεν αποδεικνύουν φυσικά τίποτα για τον κορoνοϊό, που και υπαρκτός και επικίνδυνος είναι. Αποτελούν όμως άριστη τροφή για την καχυποψία. Και υπάρχει επίσης κάτι άλλο, που δεν λέγεται και δεν θεωρείται πρέπον να λέγεται. Ο ιός έχει στοιχίσει μέχρι στιγμής ένα εκατομμύρια θανάτους παγκοσμίως. Θλιβερός αριθμός οπωσδήποτε. Αλλά σε έναν παγκόσμιο πληθυσμό επτά δισεκατομμυρίων, αντιστοιχεί σε λιγότερο του 0,2 τοις χιλίοις. Με ένα τέτοιο ποσοστό, φαίνεται παράδοξα ασύμμετρη η αντιμετώπιση με μέτρα που βυθίζουν τις εθνικές οικονομίες, προκαλούν κολοσσιαία ανεργία, διαλύουν τον κοινωνικό ιστό και απειλούν ή φαλκιδεύουν τους δημοκρατικούς θεσμούς.

Το λιγότερο που δείχνουν όλα αυτά είναι ότι η πανδημία αυξάνει εκθετικά την προϋπάρχουσα, σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένη δυσπιστία απέναντι στις ελίτ - όλες τις ελίτ, τις πολιτικές, τις επιχειρηματικές, τις δημοσιογραφικές και, ναι, τις επιστημονικές. Γιατί μπορεί να ανέδειξε τον ζωτικό ρόλο της επιστήμης, κίνησε όμως δυστυχώς και υποψίες υποταγής της σε πολιτικές σκοπιμότητες, ενώ υπενθύμισε και τη συνάρτησή της με επιχειρηματικά συμφέροντα. Δεν ζούμε στην εποχή του Λίστερ, του Παστέρ και του Κοχ. Οι σημερινοί επιστήμονες σε κλάδους αιχμής είναι συνήθως υπάλληλοι, στελέχη ή και μέτοχοι οικονομικών κολοσσών, με ό, τι αυτό συνεπάγεται (λέει πολλά πάνω σε αυτό η πρόσφατη αμερικανική ταινία Σκοτεινά νερά). Τελικά, περισσότερο και από υγειονομικό πρόβλημα ο κορονοϊός είναι πολιτικό πρόβλημα.