παλαιστίνιος
Στις 11 Δεκεμβρίου ανακοινώθηκε ότι οι προσπάθειες για το σχηματισμό κυβέρνησης στο Ισραήλ δεν ευοδώθηκαν και ως εκ τούτου, οι Ισραηλινοί θα προσέλθουν στις κάλπες στις 2 Μαρτίου 2020. Πρόκειται για την τρίτη κατά σειρά προσφυγή στις κάλπες μέσα σε ένα χρόνο, πράγμα που δημιουργεί σημαντικά προβλήματα τη χώρα -και πρακτικά- όπως ότι δεν έχει ψηφιστεί προϋπολογισμός για το 2020, μια και αυτό δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες της υπηρεσιακής κυβέρνησης Νετανιάχου. Οι λόγοι αυτού του πολιτικού αδιεξόδου οφείλονται κατά κύριο λόγο στις προσπάθειες του Βενιαμίν Νετανιάχου, του μακροβιότερου πρωθυπουργού του Ισραήλ, ο οποίος βαρύνεται με κατηγορίες για σκάνδαλα και ο οποίος επιθυμεί να παραμείνει στην εξουσία με κάθε κόστος, όπως επίσης και στην ισχυροποίηση των θρησκευτικών κομμάτων.

Η πολιτική Νετανιάχου

Για να αντιμετωπίσει την άνοδο των ακραίων θρησκευτικών παρατάξεων, οι οποίες αντλούν ψηφοφόρους από το συντηρητικό κόμμα Λικούντ, ο Βενιαμίν Νετανιάχου που ηγείται του κόμματος αυτού, πλειοδοτεί σε πολιτική αδιαλλαξία έναντι των Παλαιστινίων. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, εντάσσεται και η δέσμευση του -κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας για τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2019- ότι εάν επανεκλεγεί, θα προσαρτήσει τα εδάφη της Δυτικής Όχθης στα οποία υπάρχουν ισραηλινοί οικισμοί. Η εξαγγελία αυτή, που είναι μία ακόμα απόδειξη της απόλυτης περιφρόνησής του προς το Διεθνές Δίκαιο και τα νόμιμα δικαιώματα των Παλαιστινίων, στόχευε προφανώς στην προσέλκυση των εποίκων, αλλά και εκλογέων που ψήφισαν θρησκευτικά κόμματα -λιγότερο ή περισσότερο ακραία- ή το άκρως συντηρητικό -κοσμικό όμως- κόμμα «Ισραήλ το σπίτι μας», του οποίου ηγείται ο Αβιγκντόρ Λίμπερμαν.

Τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής είναι η παγίδευση των πολιτικών του αντιπάλων, οι οποίοι δύσκολα μπορούν να απευθυνθούν στο εθνικό ακροατήριο και να υπογραμμίσουν τα προβλήματα που δημιουργεί η πολιτική Νετανιάχου για το Ισραήλ και την ασφάλεια του. Φοβούμενοι ότι μπορεί να κατηγορηθούν για εθνική μειοδοσία -αν όχι για εθνική προδοσία- δύσκολα μπορούν να αντιτάξουν το αυτονόητο, δηλαδή ότι οι Παλαιστίνιοι είναι μία πραγματικότητα, που δεν γίνεται να πάψει να υπάρχει, και ότι το Ισραήλ δεν μπορεί να είναι πραγματικά ασφαλές όσο καταπατώνται συστηματικά τα νόμιμα δικαιώματα αυτού του λαού, που είναι απαράγραπτα.

Αυτή η πολιτική του Βενιαμίν Νετανιάχου, όμως, πλήττει συστηματικά και την ίδια την ουσία του δημοκρατικού πολιτεύματος της χώρας, όπως συνέβη -μεταξύ άλλων- με την απόφαση που έλαβε στις 19 Ιουλίου 2018 η Κνεσέτ (62 ψήφοι υπέρ, 55 κατά, και 2 αποχές) κηρύσσοντας το Ισραήλ κράτος - έθνος των Εβραίων, πράγμα που προκάλεσε τεράστιες αντιδράσεις ακόμα και από αμερικανο-εβραϊκές οργανώσεις, ενώ αμφιβολίες για τη συνταγματικότητα της εν λόγω απόφασης, που έγινε νόμος, εξέφρασε και το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο του Ισραήλ.

Ερχόμαστε έτσι στον κατακερματισμό του εκλογικού σώματος, όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα των εκλογικών αναμετρήσεων του Σεπτεμβρίου, στις οποίες πρώτο κόμμα αναδείχθηκε το κεντρώο Μπλέ - Λευκό υπό τον Μπένι Γκάντζ με 33 έδρες, δεύτερο το Λικούντ με 31, και ακολουθούν το το υπερορθόδοξο κόμμα Σας των σεφαραδιτών Εβραίων με 9 έδρες, το υπερορθόδοξο κόμμα των ασκεναζίμ Εβραίων Ενοποιημένος Ιουδαϊσμός της Τορά με 8 έδρες, ο υπερορθόδοξος συνασπισμός Γιαμίνα με 7 έδρες, το υπερσυντηρητικό λαϊκό κόμμα Ισραήλ το σπίτι μας με 8 έδρες, ενώ το Εργατικό κόμμα κατάφερε να κερδίσει μόλις 6 έδρες. Τέλος, 13 έδρες κέρδισε η Ενωμένη Αραβική Λίστα, που εκπροσωπεί τους ισραηλινούς πολίτες αραβικής καταγωγής.

Είναι σαφές ότι ο κατακερματισμός αυτός αναγκάζει στη δημιουργία κυβερνήσεων συνεργασίας, πράγμα που υπό κανονικές συνθήκες ενισχύει τις δημοκρατικές διαδικασίες. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, εκτός από τα μικροπολιτικά συμφέροντα για τη νομή της εξουσίας, τα οποία καθιστούν συνήθως τη συγκυβέρνηση πολιτικά και πρακτικά προβληματική, αναδεικνύονται θέματα κεφαλαιώδους σημασίας για το ίδιο το μέλλον του Ισραήλ, αλλά και για το μέλλον των Παλαιστινίων. Αυτό, όμως, έχει άμεση επίδραση στην περιφερειακή ασφάλεια και την εξωτερική πολιτική του Ισραήλ, που δαιμονοποιεί το Ιράν και τους περιφερειακούς του συμμάχους, πολιτική την οποία ενστερνίζεται απολύτως, όπως και τις επιλογές Νετανιάχου στο Παλαιστινιακό, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, ενισχύοντας την ισραηλινή αδιαλλαξία.

Η πολιτική Τραμπ

Αντιμέτωπος με τη διαδικασία καθαίρεσής του και έχοντας μπροστά του μία δύσκολη προεκλογική εκστρατεία για τις προεδρικές εκλογές, ο Ντόναλντ Τραμπ συνεχίζει να στηρίζει τι πολιτικές επιλογές Νετανιάχου, παραβλέποντας ζωτικά συμφέροντα των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή και εγκαταλείποντας πάγιες αρχές της αμερικανικής πολιτικής στο υποσύστημα αυτό. Προφανώς, υπάρχει σύγκλιση απόψεων Τραμπ-Νετανιάχου σε βασικά ζητήματα άσκησης διεθνούς πολιτικής, όπως η μονομέρεια και η χρήση σκληρής ισχύος αντί των διαπραγματεύσεων, η επιβολή λύσης χωρίς συμφωνία, δηλαδή η επιβολή του δικαίου του ισχυροτέρου, και η συνεχής προσπάθεια παραγκωνισμού και απαξίωσης του Διεθνούς Δικαίου και των διεθνών θεσμών και Οργανισμών.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο Ντόναλντ Τραμπ αποδέχθηκε όλα τα παράνομα ισραηλινά τετελεσμένα στο Παλαιστινιακό, επικαλούμενος πολιτικό ρεαλισμό (sic!) Μιλώντας σε εκδήλωση του Ρεπουμπλικανικού κόμματος στις αρχές Δεκεμβρίου, ο αμερικανός πρόεδρος αναφερόμενος στο Παλαιστινιακό τόνισε ότι το σχέδιο για την επίλυση του είναι έτοιμο, αλλά θα ανακοινωθεί όταν σχηματιστεί κυβέρνηση στο Ισραήλ, υπογραμμίζοντας ότι εάν δεν καταφέρει να το κάνει αποδεκτό ο γαμπρός και σύμβουλος του Τζάρεντ Κούσνερ, αυτό θα σημαίνει ότι το Παλαιστινιακό δεν λύνεται (Guardian 7/12/2019).

Λίγες μέρες αργότερα, ο πρόεδρος Τραμπ υπέγραψε διάταγμα, με το οποίο δίνει τη δυνατότητα στο υπουργείο Παιδείας να περικόπτει τη χρηματοδότηση πανεπιστημιακών Τμημάτων, τα οποία ανέχονται τον αντισημιτισμό, επιτρέποντας την κριτική συζήτηση της ισραηλινής πολιτικής. Όμως, ο Ντόναλντ Τραμπ δεν περιορίστηκε σε αυτό, καθώς παρότρυνε τους Αμερικανο-εβραίους «να αγαπήσουν περισσότερο το Ισραήλ», αφού, όπως είπε, υπάρχουν Εβραίοι που δεν αγαπούν αρκετά το Ισραήλ, πράγμα που προκάλεσε σοβαρές αντιδράσεις στις ΗΠΑ. Το επιστέγασμα, όμως, της πολιτικής χρήσης των αμερικανο - ισραηλινών σχέσεων για προσωπικό πολιτικό όφελος, είναι η δήλωση που έκανε τον περασμένο Αύγουστο, δηλαδή ότι οι Αμερικανο-εβραίοι που ψήφισαν Δημοκρατικούς «είτε έχουν τεράστια άγνοια είτε δεν είναι πιστοί στο Ισραήλ» (Guardian, 12/12/2019).

Όπως προκύπτει, πρόκειται για μία εκβιαστική πολιτική, η οποία από τη μία πλευρά αποβλέπει στη φίμωση κάθε κριτικής υπό το φόβο της κατηγορίας του αντισημιτισμού και επομένως σε αναγόρευση του Ντόναλντ Τράμπ σε προστάτη του σιωνισμού. Από την άλλη πλευρά, αποβλέπει στον εξαναγκασμό των Αμερικανο-εβραίων να ψηφίσουν Τραμπ, διαφορετικά προδίδουν το Ισραήλ. Έτσι, βγαίνουν κερδισμένοι τόσο ο Ντόναλντ Τραμπ, όσο και ο Βενιαμίν Νετανιάχου, ο οποίος συνεχίζει να σφίγγει τον κλοιό γύρω από την Παλαιστίνη, να βομβαρδίζει την αποκλεισμένη Γάζα, σε αντίποινα για την εκτόξευση ρουκετών, να συλλαμβάνει Παλαιστινίους χωρίς συγκεκριμένες κατηγορίες, πέραν της υπόνοιας ότι ασκούν τρομοκρατική δράση.

Η πολιτική αυτή μπορεί να ασκείται χωρίς μείζονες αντιδράσεις, π.χ. από την ΕΕ ή τον ΟΗΕ, από τη μία πλευρά διότι το διεθνές σύστημα βρίσκεται σε μετάβαση και διακατέχεται από ρευστότητα και κρίση και, από την άλλη πλευρά, διότι είναι εύκολη η απονομιμοποίηση του αντιπάλου - εχθρού, αρκεί να του αποδοθεί ο χαρακτηρισμός του τρομοκράτη. Ως εκ τούτου, είναι νόμιμο δικαίωμα η πάταξη της τρομοκρατίας και, επομένως, ένας τρομοκράτης δεν έχει δικαιώματα. Όμως, στην πραγματικότητα τα νόμιμα δικαιώματα δεν χάνονται. Ακόμα και εάν σήμερα ζούμε σε μία μάλλον εικονική πραγματικότητα, η πραγματικότητα συνεχίζει να υπάρχει και -κάποτε- θα διεκδικήσει τον εαυτό της.