ευρώπη
«Κανένας δεν θα είναι χειρότερα από πριν, ενώ θα είναι πολύ καλύτερα για πολλούς» υποσχόταν ο Γερμανός καγκελάριος Χέλμουτ Κολ, μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, στις 9 Νοεμβρίου 1989. Τα λόγια του βοήθησαν σημαντικά, τα πρώτα χρόνια, στις ραγδαίες πολιτικές και οικονομικές αλλαγές στην μετακομμουνιστική Ευρώπη. Όμως, σήμερα 30 χρόνια μετά, πόσοι πιστεύουν ότι ο Κολ βγήκε αληθινός;

Στην Πράγα, το Κίεβο ή το Βουκουρέστι υπάρχουν λαμπερά εμπορικά κέντρα γεμάτα με εισαγόμενα καταναλωτικά αγαθά: αρώματα από τη Γαλλία, μόδα από την Ιταλία και ρολόγια χειρός από την Ελβετία.

Στο τοπικό Cineplex, οι νεαροί βρίσκονται στην ουρά για την τελευταία ταινία Marvel blockbuster. Κοιτάζουν τα κομψά iPhones, προγραμματίζοντας τις επόμενες διακοπές τους στο Παρίσι, το Λονδίνο ή το Μπουένος Άιρες. Καφέ και μπαρ γεμάτα ντόπιους και τουρίστες. Σε σύγκριση με τη μονότονη αγορά των σχεδόν πανομοιότυπων προϊόντων του κομμουνιστικού παρελθόντος, η Κεντρική και η Ανατολική Ευρώπη σήμερα μοιάζει στον επισκέπτη σαν να είναι γεμάτη νέες ευκαιρίες και εκπλήξεις.

Σε αυτές τις ίδιες πόλεις, ωστόσο, οι συνταξιούχοι και ο χαμηλόμισθοι δίνουν καθημερινό αγώνα επιβίωσης. Οι ηλικιωμένοι πρέπει να επιλέξουν μεταξύ της θέρμανσης, των φαρμάκων και των τροφίμων. Στις αγροτικές περιοχές, ορισμένες οικογένειες επέστρεψαν πίσω στη γεωργία επιβίωσης. Οι νέοι φεύγουν αναζητώντας καλύτερες ευκαιρίες στο εξωτερικό και τα οικονομικά προβλήματα που δε λύνονται, παρά τις πολιτικές μεγαλοστομίες, τροφοδοτούν την κοινωνική δυσπιστία, ενώ μεγαλώνει η νοσταλγία για την ασφάλεια και τη σταθερότητα που είχαν στο παρελθόν.

Αρκετοί πολιτικοί, σε αυτές τις χώρες, εκμεταλλεύονται τη λαϊκή δυσαρέσκεια για να διαλύσουν ή και να καταργήσουν τους δημοκρατικούς θεσμούς και νομοθετούν προς όφελος των φίλων, των μελών της οικογένειάς τους και των υποστηρικτών τους.

Όταν οι χώρες αυτές απελευθέρωσαν τις οικονομίες τους, τη δεκαετία του 1990, οι οικονομολόγοι και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής γνώριζαν ότι θα ακολουθούσε η ύφεση, αλλά δεν μπόρεσαν να προβλέψουν το καταστροφικό βάθος και τη μεγάλη διάρκεια αυτών των περιόδων μεταβατικής ύφεσης.

Δύο καθηγητές του Πανεπιστημίου της Πενσιλβανίας η Kristen R. Ghodsee και ο Mitchell A. Orenstein χρησιμοποίησαν δεδομένα από το υπουργείο Γεωργίας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, την Παγκόσμια Τράπεζα και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (ΕΤΑΑ), για να υπολογίσουν το μέγεθος των μεταβατικών περιόδων ύφεσης και συνέκριναν τις συνέπειές τους στην Ευρώπη και την Ευρασία (από το 1989) με τη Μεγάλη Ύφεση των ΗΠΑ (που ξεκίνησε το 1929).

Μετρώντας τα αποτελέσματα χώρισαν τις χώρες σε τρεις ομάδες.

Στις πιο επιτυχημένες χώρες, η μεταβατική ύφεση ήταν συγκρίσιμη με την Μεγάλη Ύφεση των ΗΠΑ (μείωση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, κατά 30%).

Στις αμέσως επόμενες -τις μεσαίες χώρες- η μεταβατική ύφεση κατέστρεψε την οικονομία, υπερβαίνοντας το μέγεθος της Μεγάλης Ύφεσης (μείωση κατά 40% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ) και τη διάρκεια (17 έτη έναντι 10).

Οι χώρες με τις μεγαλύτερες ζημιές, δεν ανέκαμψαν ποτέ: 30 χρόνια αργότερα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ παραμένει κάτω από το επίπεδο στο οποίο βρισκόταν στην σοσιαλιστική περίοδο, λίγο πριν από την απελευθέρωση της οικονομίας και των αγορών.

Μετά την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Μολδαβίας, κατέρρευσε και κατέβηκε το 1999, κατά 66%, από το επίπεδο του 1989. Το 2007, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν πάλι χαμηλότερο κατά 42% σε σχέση με το 1989 και μολονότι η Μολδαβία αναπτύχθηκε σημαντικά μετά το 2010, παρέμενε 12% κάτω από το επίπεδο του 1989, το 2016.

Η Μολδαβία δεν είναι η μόνη χώρα σε αυτή την κατάσταση. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και σε πέντε άλλες πρώην σοσιαλιστικές η κομμουνιστικές χώρες - Γεωργία, Κοσσυφοπέδιο, Σερβία, Τατζικιστάν και Ουκρανία - παρέμενε κάτω από τα επίπεδα του 1989, το 2016.

Για αυτές τις χώρες, η μετάβαση έφερε άνευ προηγουμένου επίπεδα οικονομικού βάρους και ελάχιστο κέρδος, με εξαίρεση πολύ λίγους, μια περιορισμένη ελίτ.

Αυτές οι οικονομικές καταστροφές προκάλεσαν εκατομμύρια -υπερβολικούς στατιστικά- σε αριθμό θανάτους, μαζική μετανάστευση και μια ποικιλία κοινωνικών δεινών και ελλείψεων που ήταν, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, άγνωστοι, κατά τη διάρκεια του κομμουνισμού: φτώχεια, οργανωμένο έγκλημα και διαρκώς αυξανόμενη ανισότητα.

Αυτές οι χώρες παρουσιάζουν, επίσης, τη γρηγορότερη συρρίκνωση του πληθυσμού τους, εξαιτίας της αύξησης της θνησιμότητας σε συνδυασμό με τη μείωση των γεννήσεων και την αυξημένη μετανάστευση.

Μια μελέτη του 2016 από την ΕΤΑΑ έδειξε ότι τα παιδιά που γεννήθηκαν κατά τη στιγμή της έναρξης της μετάβασης από τον κομμουνισμό στην ελεύθερη αγορά ήταν κατά ένα εκατοστό, κατά μέσο όρο, πιο κάτω από αυτά που γεννήθηκαν ένα χρόνο πριν ή μετά. Αυτή είναι η διαφορά που παρατηρείται στις ζώνες πολέμου και σε άλλα περιβάλλοντα, όπου τα μωρά υποφέρουν τόσο από έλλειψη θρεπτικών συστατικών, όσο και από ψυχοκοινωνικό στρες.

Έτσι καθώς οι φιλελεύθερες ελίτ σε Ανατολή και Δύση επαίρονται για το ειρηνικό τέλος του Ψυχρού Πολέμου και θα γιορτάσουν και φέτος τις επιτυχίες τους, των τελευταίων τριών δεκαετιών, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι δεν έχουν όλοι επωφεληθεί από την έλευση του καπιταλισμού.

Όλες οι έρευνες και οι δημοσκοπήσεις αποκαλύπτουν σε αυτές τις χώρες τα χαμηλά επίπεδα κοινωνικής εμπιστοσύνης, την μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στα δημόσια ιδρύματα και την αυξανόμενη οργή για την εισοδηματική ανισότητα.

Αυτό έχει δημιουργήσει γόνιμο έδαφος για λαϊκίστικα κόμματα και ηγέτες, ακόμη και σε ορισμένες από τις πιο επιτυχημένες χώρες, όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία. Η βαθιά δυστυχία που προκαλούν οι μεταβατικές περίοδοι ύφεσης παραμένει μια νωπή ανάμνηση για πολλούς πολίτες και θα επηρεάσει τις πολιτικές και οικονομικές επιλογές στην περιοχή για τις επόμενες δεκαετίες, όπως ακριβώς η εμπειρία της Μεγάλης Ύφεσης εξακολουθεί να επηρεάζει την πολιτική των ΗΠΑ.

Τριάντα χρόνια μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, η πραγματικότητα έχει ανατρέψει ή αν θέλετε αντιστρέψει, τη διάσημη υπόσχεση του Κολ. Πολλοί είναι χειρότερα από πριν, ενώ λίγοι είναι πολύ καλύτερα.