Σοκαρισμένος δηλώνει από την υποκρισία της κυβέρνησης Ομπάμα στο βιβλίο απομνημονευμάτων του που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες, ο άνθρωπος που αποκάλυψε το μέγεθος της μαζικής ηλεκτρονικής παρακολούθησης από τις μυστικές υπηρεσίες και ζει εδώ και μια πενταετία ως πολιτικός εξόριστος και ως «προδότης» στη Μόσχα
Σνόουντεν
Πορτρέτο του Σνόουντεν στη Μόσχα από τη σύντροφό του Λίντσεϊ Μιλς
Η αποκάλυψη κρατικών μυστικών είναι ζόρικη υπόθεση, αλλά η αποκάλυψη της ίδιας σου της προσωπικότητας σε ένα βιβλίο απομνημονευμάτων μπορεί να είναι ακόμα πιο ζόρικη, σύμφωνα με τον πρόλογο του Έντουαρντ Σνοούντεν στο βιβλίο του με τίτλο "Permanent Record" που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες: «Η απόφασή μου να εκθέσω στοιχεία που αποδεικνύουν επιλήψιμες πράξεις της [αμερικανικής] κυβέρνησης, υπήρξε πολύ πιο εύκολη από την απόφαση που πήρα να παραδώσω μια καταγραφή της ζωής μου μ΄ αυτό εδώ το βιβλίο».

Γεννημένος το 1983 στη Βόρειο Καρολίνα, ο Σνόουντεν προέρχεται από οικογένεια με πλούσιο ιστορικό στις υπηρεσίες ασφάλειας της πατρίδας του. Ο παππούς του υπηρέτησε στο FBI, ο πατέρας του στην Ακτοφυλακή, η μητέρα του στην NSA (Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας) και ο ίδιος βεβαίως στον Στρατό πριν ειδικευτεί ως διαχειριστής συστημάτων που εργαζόταν, βάσει συμβολαίου, για την NSA και την CIA ώσπου πήρε τη γενναία απόφαση το 2013 να διοχετεύσει στον τύπο απόρρητες πληροφορίες σχετικά με τα πρoγράμματα μαζικής παρακολούθησης που εφαρμόζουν οι Αμερικανικές και Βρετανικές μυστικές υπηρεσίες.

Το μικρόβιο του "hacking" το είχε από μικρός, σύμφωνα με το βιβλίο, στο οποίο περιγράφει πώς είχε αλλάξει την ώρα μέσα στη νύχτα σε όλα τα ρολόγια του σπιτιού την παραμονή των έκτων γενεθλίων του για να ξυπνήσει αργότερα. Ως έφηβος επίσης, όλη του η σπουδή είχε στόχο να χειραγωγήσει το σχολικό πρόγραμμα ώστε να πραγματοποιεί τη λιγότερη δυνατή μελέτη χωρίς να κινδυνεύσει να μείνει στην ίδια τάξη.
Το σχολείο γι' αυτόν ήταν στην καλύτερη περίπτωση, «ένας αντιπερισπασμός», όπως γράφει, και στη χειρότερη, «ένα μη νομιμοποιημένο σύστημα που δεν αναγνώριζε καμία απόκλιση». Ο ίδιος προτιμούσε να περνά τον χρόνο του σ' αυτό το «καινούριο, θαυμαστό πράγμα που λέγεται ίντερνετ», όσο ακόμα τότε (στα '90s) ήταν βαθιά παράξενο αλλά και πολύ ανθρώπινο, πριν από την εποχή της χειραγώγησης και της παρακολούθησης και λειτουργούσε ως μέσο αυθεντικής έκφρασης και διασύνδεσης.

Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ο Σνόουντεν αποφάσισε να διοχετεύσει την τεχνική εμπειρία του στα ψηφιακά συστήματα σε μια πολλά υποσχόμενη καριέρα στις υπηρεσίες πληροφοριών, κατορθώνοντας να αποκτήσει στα 22 του χρόνια την ιδιότητα του διαχειριστή «άκρως απόρρητων» στοιχείων, σταδιακά όμως άρχισε να απογοητεύεται οικτρά από το σύστημα το οποίο υπηρετούσε, με αποκορύφωμα την περίοδο διακυβέρνησης των ΗΠΑ από τον Ομπάμα.

Όπως γράφει χαρακτηριστικά, το μέγεθος της υποκρισίας ήταν ένα μεγάλο σοκ για τον ίδιο. Ο Πρόεδρος Ομπάμα που είχε εκλεγεί ως δριμύς κατήγορος της κατάχρησης εξουσίας και της παραβίασης ατομικών δικαιωμάτων που είχε επιδοθεί η κυβέρνηση του Μπους, όχι μόνο συνέχιζε τα προγράμματα παρακολούθησης του προκατόχου του, αλλά έμοιαζε αποφασισμένος να τα ενισχύσει.

Στο βιβλίο επιβεβαιώνεται επίσης κάτι που μάλλον όλοι υποψιαζόμαστε: Τα εργαλεία μαζικής παρακολούθησης αποκαλύπτουν περίτρανα ότι το ένα πράγμα που συνδέει όλη την ανθρωπότητα που βρίσκεται online είναι τo πορνό: «Αυτό ισχύει κυριολεκτικά για οποιονδήποτε μπαίνει στο διαδίκτυο, ανεξαρτήτως φύλου, εθνικότητας, φυλής και ηλικίας, από τον πιο βίαιο τρομοκράτη μέχρι τον πιο φιλήσυχο ηλικιωμένο πολίτη, που μπορεί να είναι ο παππούς ή ο γονιός του βίαιου τρομοκράτη».

Για τη ζωή του στη Ρωσία, όπου ζει από το 2015 υπό την ιδιότητα του πολιτικού εξόριστου (ή του «προδότη» σύμφωνα με την κυβέρνηση της πατρίδας του) δεν αποκαλύπτει πολλά στο βιβλίο, πέρα από την πληροφορία ότι έχει παντρευτεί την σύντροφό του Λίντσεϊ Μιλς και ζουν μαζί σ΄ ένα τριάρι στη Μόσχα. Δηλώνει πάντως ότι φροντίζει να μην είναι εύκολα αναγνωρίσιμος στις εξόδους του, αλλά όπως σημειώνει χαριτολογώντας, «έτσι κι αλλιώς στις μέρες μας όλοι είναι απασχολημένοι να κοιτάνε τα κινητά τους, οπότε πολύ σπάνια κάποιος θα μου ρίξει δεύτερη ματιά».

Πριν από δύο μέρες, δημοσιεύτηκε και μια αποκλειστική συνέντευξη που παραχώρησε στον Guardian με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου, στην οποία περιγράφει τα 18 χρόνια που έχουν περάσει από την 11η Σεπτεμβρίου ως «μια λιτανεία Αμερικανικής καταστροφής αλλά και αυτοκαταστροφής με τη θεσμοθέτηση μυστικών πολιτικών, μυστικών νόμων, μυστικών δικαστηρίων και μυστικών νόμων».

Τονίζει επίσης τους μεγαλύτερους και πολύ πιο τρομακτικούς κινδύνους που μας επιφυλάσσει η περαιτέρω ανάπτυξη της τεχνολογίας, ειδικά με την τελειοποίηση των δυνατοτήτων της τεχνητής νοημοσύνης: «Μια κάμερα παρακολούθησης εξοπλισμένη με τεχνολογία AI (Τεχνητή Νοημοσύνη) δεν θα είναι απλά μια συσκευή καταγραφής, αλλά ένα πλήρως εξοπλισμένο και αυτοματοποιημένο αστυνομικό όργανο».