ρωσία ελλάδα
Την «ξαφνική» στροφή στις ρωσοτουρκικές διπλωματικές σχέσεις, όπως διαμορφώθηκε το 2016, μετά από μία περίοδο αυξημένης έντασης, η οποία επισφραγίστηκε με τη «συμφωνία» (;) για αγορά του αντιαεροπορικού συστήματοςS-400 από την Τουρκία και τις συζητήσεις για συμπαραγωγή των S-500 μεταξύ των δύο χωρών, ακολούθησε μία αμήχανη σιγή των παραδοσιακά φιλορωσικών κύκλων στην Ελλάδα, η οποία έχει δώσει σιγά σιγά θέση σε έναν έντονο σκεπτικισμό της κοινής γνώμης, ίσως ακόμα και στην επιστροφή μίας μορφής ρωσοφοβίας που δεν χαρακτήριζε μέχρι πρότινος τις κυρίαρχες ελληνικές θέσεις στην εξωτερική πολιτική. Σε αυτό το περιβάλλον, ήταν μάλλον θέμα χρόνου να ξεσπάσει κάποια μείζων εμπλοκή στις ελληνορωσικές διπλωματικές σχέσεις.

Πέρα από τη γελοία επιχειρηματολογία του επίσημου Υπ. Εξ. περί... πουλερικών και δήθεν «ανεξαρτησίας» της ελληνικής διπλωματίας (την ίδια στιγμή που αυτή εκτελούσε κατά γράμμα τις προσταγές των δυτικών «συμμάχων» στα Βαλκάνια), υπάρχει μία πραγματική υποβάθμιση των ελληνορωσικών σχέσεων, που οικοδομήθηκε τακτικά, κατά τα δύο τελευταία χρόνια, και επέτρεψε μία τέτοια ρήξη, πρωτοφανή στα μεταψυχροπολεμικά χρονικά. Ποιος θα φαντάζονταν ότι η κυβέρνηση που κήρυττε την ανάγκη «πολυδιάστατης» εξωτερικής πολιτικής και ανοίγματος στη Ρωσία, ο ίδιος υπουργός που θέσπισε το 2016 «έτος Ελλάδας-Ρωσίας», δύο χρόνια μετά, θα οδηγούσαν αυτήν τη σχέση σε ιστορικό ναδίρ; Και όμως, το σημαντικό αυτό περιστατικό δεν φάνηκε να ενοχλεί ιδιαίτερα τους Έλληνες.

Αυτήν τη στιγμή, πέραν των υπαρξιακά αντικυβερνητικών μορφωμάτων (όπως το ΚΚΕ και η Χρυσή Αυγή), καθώς και κάποιων γραφικών εξωκοινοβουλευτικών τηλε-πολιτικών, σύσσωμα τα κυβερνητικά κόμματα αξιώνουν, μέσα σε μόλις πέντε χρόνια, πολλά παράσημα αντιρωσικού αγώνα. Την αρχή έκανε η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου, με τον δεύτερο, ως υπουργό Εξωτερικών, να πρωτοστατεί στην αναγνώριση του πραξικοπήματος του «Μαϊντάν» στην Ουκρανία. Συνέχεια είχε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με τη μάλλον αστήριχτη απέλαση Ρώσων διπλωματών και την άνευ αναστολών στήριξη της εισόδου των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ.

Με αυτές τις πολιτικές κατευθύνσεις στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής, θα μπορούσαμε σχεδόν να αναρωτηθούμε, από την άλλη πλευρά, γιατί η Ρωσία δεν προβαίνει σε σοβαρότερα αντίποινα έναντι της Ελλάδας (ας πούμε σε μία πολιτική δυσφήμισης της Ελλάδας ως τουριστικό προορισμό για το εκατομμύριο Ρώσων τουριστών που την επισκέπτονται κάθε χρόνο, τη διακοπή στρατιωτικών συνεργασιών κ.ο.κ.); Η σχετική διακριτικότητα με την οποία διαχειρίζονται οι Ρώσοι διπλωμάτες τις ελληνορωσικές σχέσεις οφείλεται μάλλον στο γεγονός ότι στη Μόσχα κατανοούν τη βαθύτερη εξάρτηση της ελληνικής διπλωματίας από ξένους παράγοντες. Αντιλαμβάνονται δηλαδή ότι οι αποφάσεις των ελληνικών «ελίτ» ούτε δημοκρατικό έρεισμα διαθέτουν, ούτε εκφράζουν τη κοινή γνώμη. Ωστόσο, οι Ρώσοι επιτελείς μάλλον δεν κατανοούν ότι οι κατευθύνσεις που έχουν λάβει οι σχέσεις τους με την Άγκυρα τα τελευταία χρόνια ενδέχεται να αλλάξουν τη μέχρι σήμερα δεδομένη συμπάθεια των Ελλήνων προς την ηγεσία τους.


Σχόλιο: Η αντίδραση των Ελλήνων προς αυτό όμως ωθείται περισσότερο από ιστορικούς και συναισθηματικούς παράγοντες, τη στιγμή που η κυβέρνηση της Ρωσίας βλέπει την ευρύτερη εικόνα και κινείται στρατηγικά προς ένα καλύτερο μέλλον για ολόκληρο τον πλανήτη.


Αν μπορούσαμε να περιγράψουμε επιγραμματικά τη διαλεκτική ελληνορωσικών και ρωσοτουρκικών σχέσεων θα μπορούσαμε να πούμε το εξής: Όσο η Ελλάδα θα αποξενώνεται από την Ρωσία, τόσο θα υπάρχει έδαφος εμβάθυνσης των ρωσοτουρκικών σχέσεων, οι οποίες, παρά τα ποικίλα οικονομικά, στρατηγικά επιχειρήματα υπέρ της σύγκλισης, δεν διαθέτουν ακόμη τα θεμέλια τα οποία κάποιοι κύκλοι, τόσο στη Μόσχα, όσο και στην Άγκυρα, θα ήθελαν να οικοδομήσουν · αντίστροφα, οι ειλημμένες και μελλοντικές αποφάσεις στρατιωτικής και ευρύτερης οικονομικής συνεργασίας που επιδιώκει με δική της πρωτοβουλία η ρωσική ηγεσία με την Τουρκία - στα πλαίσια μίας «ευρασιατικής» ένταξης που προωθεί η Μόσχα - ωθούν τους Έλληνες πιο βαθιά στην αγκαλιά των Δυτικών τους συμμάχων. Διότι δεν υπάρχουν πραγματικές εναλλακτικές για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που συνιστά η σημερινή πορεία ενίσχυσης της Τουρκίας, αν η Ρωσία επιμένει να την ευνοεί.

Η εξέλιξη αυτή είναι προβληματική για την Ελλάδα, αφενός επειδή θα χάσει σε μεγάλο βαθμό τη δυνατότητα εξισορρόπησης της σχέσης της με το ΝΑΤΟ - πράγμα που επιτρέπει ακόμα η Μόσχα - και συνεπώς θα αυξήσει περαιτέρω την εξάρτησή της από τη βορειοατλαντική συμμαχία, και αφετέρου, καθώς θα δει να ενισχύεται διπλωματικά, αλλά κυρίως στρατιωτικά, η αναθεωρητική ισχύς της Τουρκίας στα σύνορά της. Σε μία εποχή μάλιστα όπου, όπως έχει διατυπωθεί σε προηγούμενο άρθρο, ευνοεί τις διακυμάνσεις των γεωπολιτικών οριοθετήσεων, η τάση αυτή που περιγράφεται πιο πάνω μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνα μονοπάτια.

Τα παραπάνω αφορούν τους συγκυριακούς συσχετισμούς δυνάμεων. Όμως θα ήταν παράλειψη να μη λάβουμε υπ' όψιν τη σημασία της Ρωσίας στον μακροπρόθεσμο ορίζοντα των διεθνών σχέσεων. Και δυστυχώς, αυτή η προοπτική σπανίως απασχολεί τους Έλληνες σχολιαστές. Όμως, ειδικά για όσους κατανοούν την ανάγκη ολοκλήρωσης της υπέρβασης ενός μονοπολικού διεθνούς συστήματος, η ρωσική προοπτική είναι αναντικατάστατη (τουλάχιστον για τους λαούς της Ευρώπης).

Για λόγους που μάλλον δεν έχουν εξεταστεί διεξοδικά, στη Ρωσία, από το 1990 και έπειτα, αναπτύχθηκε μία πολιτική σκέψη που είχε την ιδιαιτερότητα να επιχειρεί, με μικρότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία, κάποιες υπερβάσεις των μετανεωτερικών (ή καλύτερα ύστερο- νεωτερικών) σχημάτων στο πεδίο των διεθνών σχέσεων. Σε πρώτη φάση, αυτή η προσπάθεια πήρε τη μορφή της υπεράσπισης θεμελιωδών νεωτερικών αξιών που τίθενται υπό αμφισβήτηση από μία φερόμενη «μετανεωτερική» Δύση. Τέτοια είναι παραδείγματος χάριν η έννοια της εθνικής κυριαρχίας έναντι των υπερεθνικών θεσμών που άνθισαν παγκοσμίως τα τελευταία τριάντα χρόνια. Καθώς όμως, μία τέτοια «συντηρητική» αντίθεση δεν θα ήταν δυνατόν να επιβιώσει επί μακρόν, από τη Ρωσία εκκινεί σήμερα μία διακριτή προσπάθεια συνθέσεων, που χρησιμοποιούν άλλες αφετηρίες και μεθόδους από τις κυρίαρχες στον δυτικό κόσμο. Στο πεδίο των διεθνών σχέσεων, αυτή η σύνθεση αποκρυσταλλώνεται με τη μορφή της «πολυπολικότητας», μία έννοια που υπερασπίζεται επίμονα ο Πούτιν και η ηγεσία του, τουλάχιστον από τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας.

Συνεπώς, το ρωσικό κράτος μπορεί, στο εσωτερικό, ταυτόχρονα, να περιορίζει τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων, να απαγορεύει διά ροπάλου την καλλιέργεια γενετικά μεταλλαγμένων οργανισμών και να τοποθετεί πολύ ψηλά στις προτεραιότητές του το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας, ενώ την ίδια στιγμή, στο εξωτερικό μέτωπο, η Ρωσία να βρίσκεται πολλαπλώς αντιμέτωπη με τα διαλεκτικά αντιπροϊόντα της ύστερης νεωτερικότητας: τους Ουκρανούς νεοναζί στο Ντονμπάς και τους Σύρους ισλαμιστές στο Ιντλίμπ (ας θυμηθούμε ότι μέχρι την επέμβαση της Ρωσίας, το Ισλαμικό Κράτος επέλαυνε σχεδόν ανενόχλητο, αν όχι και με τις επευφημίες Άγγλων, Γάλλων, Αμερικανών και βέβαια, Τούρκων). Όμως, η ρωσική ηγεσία αποκτά και δημιουργικό ρόλο στην συγκρότηση εναλλακτικών θεσμών στο διεθνές σύστημα, όπως είναι για παράδειγμα η Νέα Τράπεζα Ανάπτυξης, που, χωρίς να το λέει, κλονίζει την αμερικανοκεντρική αρχιτεκτονική που γνώρισε το χρηματοπιστωτικό σύστημα μετά τη «Συναίνεση της Ουάσιγκτον», αγγίζοντας έτσι έναν θεμέλιο λίθο της μεταπολεμικής ηγεμονίας.

Σίγουρα, βρισκόμαστε μακριά ακόμα από τη συγκρότηση ενός Λόγου που θα επιτρέπει την υπέρβαση των αντιφάσεων της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και θα συγκροτεί μία μη δυτική, αυθεντικά μετανεωτερική πρόταση. Κατά πάσα πιθανότητα μάλιστα, η προσπάθεια αυτή να μην ολοκληρωθεί ποτέ στη Ρωσία... ενδεχομένως και να μην είναι όσο θελκτική μπορεί να πιστεύουν κάποιοι. Ωστόσο, ουδείς δύναται να παραγνωρίσει ότι κατά τα χρόνια της ηγεσίας του Πούτιν, έχουν γίνει σημαντικές προσπάθειες «διόρθωσης» της τροχιάς ενός ανισόρροπου μονοπολικού διεθνούς συστήματος, που αποτελεί από μόνο του μία από τις κυριότερες αντιφάσεις της παγκοσμιοποίησης έτσι όπως τη γνωρίσαμε από την κατάρρευση του κομμουνιστικού μπλοκ και μετά. Και, σε αυτό το πλαίσιο, είναι θεμιτό να δημιουργηθεί ένας χώρος σύγκλισης μεταξύ Ρωσίας και Ελλάδας, τη στιγμή που η χώρα μας, ειδικά τη δεκαετία που διανύουμε, γνώρισε με πολύ επώδυνο τρόπο τις συνέπειες ποικίλων «εκτροχιασμών» του ίδιου διεθνούς συστήματος (δημοσιονομική κρίση ως προέκταση της κρίσης του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, προσφυγική κρίση ως αποτέλεσμα του πολέμου στη Συρία κ.ο.κ.).

Σε μία εποχή όπου φαντάζει αβέβαιη η προοπτική των μεγάλων θεσμών που συγκροτούν τις ηγεμονίες του δυτικού κόσμου (το ΝΑΤΟ, η ΕΕ, το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα κ.ο.κ.), η απομάκρυνση της Ελλάδας από τη Ρωσία αποτελεί στρατηγικό λάθος. Είθε τις σκέψεις αυτές να αφουγκραστούν τα μελλοντικά επιτελεία της ελληνικής διπλωματίας.