Nikolas Cruz
Ένα ακόμα μακελειό σε σχολείο στις ΗΠΑ, ακόμα ένας γύρος άσκοπων φιλονικιών, αλληλοκατηγοριών και διαπληκτισμοών για «απαγόρευση των όπλων» από τη μια πλευρά και «να ασχοληθούμε με το πρόβλημα της ψυχικής ασθένειας» από την άλλη. Όπως ισχύει με τα περισσότερα θέματα για τα οποία ανίδεοι άνθρωποι μαλώνουν ασταμάτητα, η αλήθεια μάλλον βρίσκεται κάπου στη μέση ή και κάπου αλλού ακόμα.

Εάν δεν υπήρχαν καθόλου (ή πολύ λίγα) όπλα στην αμερικανική κοινωνία, θα υπήρχαν λιγότεροι πυροβολισμοί κι επομένως, λιγότεροι θάνατοι, αλλά όχι λιγότερες επιθέσεις από «ψυχικά ασθενή» άτομα. Εύλογα μπορούμε να υποθέσουμε ότι εάν οι μαζικοί πυροβολισμοί στην Αμερική αντικαθιστούνταν από μαζικές επιθέσεις με μαχαίρια, το θέμα θα εξακολουθούσε να παραμένει ένα σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα. Άρα θα ήταν πιο λογικό και παραγωγικό να επικεντρωθούμε στην επίλυση (ή τουλάχιστον, την πραγματική κατανόηση) το προβλήματος της ψυχικής ασθένειας ώστε να μειωθεί ο αριθμός των μαζικών επιθέσεων.

Ο Thomas S. Szasz στο βιβλίο του, The Myth of Mental Illness [Ο Μύθος της Ψυχικής Ασθένειας] αναλύει το ισχυρό επιχείρημα ότι αυτό που οι ψυχίατροι αποκαλούν «ψυχική ασθένεια» δεν είναι από καμιά άποψη ασθένεια αλλά η αντίδραση κάποιου ατόμου στο άμεσο οικογενειακό, πολιτισμικό και κοινωνικό του περιβάλλον. Όπως γράφει ο Szasz:
«Η φαινομενολογία της ασθένειας του σώματος είναι πράγματι ανεξάρτητη από τον κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό χαρακτήρα της κοινωνίας στην οποία εμφανίζεται, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια για τη φαινομενολογία της λεγόμενης ψυχικής ασθένειας, της οποίας η εκδήλωση εξαρτάται από και ποικίλει ανάλογα με τον εκπαιδευτικό, οικονομικό, θρησκευτικό, κοινωνικό, και πολιτικό χαρακτήρα του ατόμου και της κοινωνίας στην οποία εμφανίζεται».
Και:
«Ψυχική ασθένεια δεν είναι κάτι που έχει κάποιο άτομα, αλλά κάτι που κάνει ή που είναι».
Ίσως αυτή να είναι μια απλοϊκή εξήγηση για την ψυχική ασθένεια. Η βιολογία και η κληρονομικότητα διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο σε πολλές αποκαλούμενες ψυχικές ασθένειες. Αλλά έχει δίκαιο ο Szasz. Πολλές από αυτές που θεωρούμε ψυχικές ασθένειες είναι μάλλον ενδείξεις διαταραχής του χαρακτήρα αντί για κάποιο είδος νοητικής «ασθένειας».

Ο Szasz περιγράφει την «ψυχική ασθένεια» ως παιχνίδι που παίζει ένα άτομο ώστε να του δοθεί κάτι που χρειάζεται - αλλά δεν μπορεί να το ζητήσει ειλικρινά ή ευθέως από τους άλλους ή από την κοινωνία γενικά ή να το κατορθώσει για τον εαυτό του.
«...το υστερικό άτομο το παίζει άρρωστο γιατί φοβάται ότι εάν προσπαθήσει να συμμετάσχει ικανά σε ορισμένες δραστηριότητες της ζωής, θα αποτύχει».

«... ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της απαιτούμενης φροντίδας δημιουργεί ένα αίσθημα ανικανότητας στο άτομο από το οποίο ζητείται η βοήθεια. Αν ένα άτομο δεν μπορεί, με καλή συνείδηση, να αρνηθεί να προσφέρει βοήθεια - και δεν μπορεί ούτε να καθορίσει τους όρους με τους οποίους θα την προσφέρει - τότε πραγματικά γίνεται σκλάβος του αναζητητή βοήθειας».
Στις πιο ακραίες περιπτώσεις - όπως με κατά συρροή δολοφόνους και αυτούς που πυροβολούν σε σχολεία - κάποια άτομα μπορεί ακόμα και να προσποιηθούν ότι είναι ψυχικά ασθενείς ώστε να καταφέρουν αυτό που επιθυμούν, για παράδειγμα, να καταθέσει στο δικαστήριο η υπεράσπιση ότι το άτομο είναι παράφρων, ή να φταίξει τη μητέρα του για το πώς κατάντησε ως ενήλικας.

Στο βιβλίο, Inside the Criminal Mind [Μέσα στο Εγκληματικό Μυαλό], ο Stanton Samenow περιγράφει το πώς και γιατί οι εγκληματίες σκέφτονται με τον τρόπο που σκέφτονται, και γιατί είναι τόσο υψηλός ο ρυθμός υποτροπής. Το πρόβλημα, σύμφωνα με τον Samenow, βρίσκεται στο ότι τα προγράμματα θεραπείας για εγκληματίες βασίζονται στην λανθασμένη θεωρία ότι ο εγκληματίας, βαθιά μέσα του, είναι ένας νομοταγής πολίτης που η ζωή του έπαιξε άσχημο παιχνίδι υπό την μορφή άδικων κοινωνικών συνθηκών ή άλλων περιβαλλοντικών παραγόντων. Εάν τους δώσουμε τη βοήθεια και τους δείξουμε ότι ο τρόπος που λειτουργούν είναι λανθασμένος, θα μετατραπούν σε παραγωγικά μέλη της κοινωνίας.

Ως αποτέλεσμα των συνεντεύξεων του και της εμπειρίας του με εγκληματίες όμως, ο Samenow υποστηρίζει πειστικά ότι οι περισσότεροι εγκληματίες εμπλέκονται με εγκληματικές δραστηριότητες όχι επειδή τους κακομεταχειρίστηκε η κοινωνία ή επειδή είναι ψυχικά ασθενείς, αλλά γιατί έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτού τους και μια υπερβολική αίσθηση προνομιακού δικαιώματος. Πιστεύουν ότι είναι πολύ καλύτεροι, εξυπνότεροι, ομορφότεροι, γοητευτικότεροι, κτλ, από τον μέσο άνθρωπο, άρα δεν νοιώθουν υποχρεωμένοι να ζήσουν υπό τους νόμους υπό τους οποίους ζουν οι άλλοι άνθρωποι. Σίγουρα, πολλοί από αυτούς βίωσαν οδυνηρές εμπειρίες στη ζωή τους που δικαιολογούν το θυμό και την πικρία που νιώθουν, αλλά αντί να επωμιστούν αυτό το βάρος και να ζήσουν με τη ζωή τους όπως κάνουμε οι υπόλοιποι, αυτοί με το «εγκληματικό μυαλό» καλλιεργούν την πικρία και την οργή τους. Τα χρησιμοποιούν ώστε να επικυρώσουν την έμφυτη αίσθηση του δικαιώματός τους να «εκδικηθούν» την κοινωνία για να εξασφαλίσουν μια εύκολη ζωή, την οποία θεωρούν ότι αξίζουν και ότι τους την χρωστάει η «κοινωνία».

Αυτού του είδους τα «εγκληματικά μυαλά» μπορεί και να μην έχουν καν τους λόγους για θυμό και κακία που έχουν άλλοι απλοί άνθρωποι. Μπορεί απλά να θεωρούν τον εαυτό τους «ηγετικά στελέχη» αλλά περιμένουν να τους δοθεί αυτή η θέση και τα πλούτη που συνεπάγονται χωρίς να έχουν επενδύσει οποιαδήποτε προσπάθεια ή εργασία για να την επιτύχουν. Θέλουν τα βραβεία χωρίς τον κόπο και τους υπάρχοντες κοινωνικούς κανόνες. Όπως το θέτει ο Andrew Lobaczewski στο βιβλίο του, Political Ponerology [Πολιτική Πονηρολογία]:
Η κοινωνική δομή στην οποία επικρατούν οι φυσιολογικοί άνθρωποι και η κοσμική τους αντίληψη, στα άτομα που η ψυχοσύνθεση τους αποκλίνει από το φυσιολογικό φαίνεται ως ένα «σύστημα βίας και καταπίεσης». Οι ψυχοπαθείς φτάνουν σε αυτό το συμπέρασμα κατά κανόνα. Εάν ταυτόχρονα, σε μια δεδομένη κοινωνία υπάρχει μεγάλη αδικία, τα παθολογικά συναισθήματα της αδικίας και οι υπονοούμενες δηλώσεις που προέρχονται από τα άρρωστα μυαλά μπορούν να βρουν απήχηση σε φυσιολογικά άτομα που όντως έχουν αντιμετωπίσει την αδικία. ...

Για τον ψυχοπαθή υπάρχει ένα όνειρο, κάτι σαν ουτοπία ενός «ευτυχισμένου» κόσμου και ενός κοινωνικού συστήματος που δεν τους απορρίπτει ούτε τους αναγκάζει να ακολουθήσουν νόμους και έθιμα τα οποία γι' αυτούς είναι ακατανόητα. Ονειρεύονται ένα κόσμο όπου κυριαρχεί ο απλός και ριζοσπαστικός τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα. Ένα κόσμο στον οποίο έχουν εξασφαλισμένη την ασφάλεια και την ευημερία. Σε αυτό το ουτοπικό όνειρο, φαντάζονται ότι αυτοί οι «άλλοι», που είναι διαφορετικοί από αυτούς αλλά τεχνικά πιο ικανοί, θα στρωθούν στην δουλειά για να επιτύχουν αυτό το στόχο για τους ψυχοπαθείς και τους άλλους παθολογικούς χαρακτήρες. «Στο κάτω κάτω», λένε, «εμείς θα δημιουργήσουμε μια καινούρια κυβέρνηση με γνώμονα τη δικαιοσύνη». Είναι διατεθειμένοι να πολεμήσουν και να υποφέρουν για χάρη αυτού του γενναίου νέου κόσμου, αλλά, και φυσικά, να κάνουν και τους άλλους να υποφέρουν. Ένα τέτοιο όραμα δικαιολογεί ακόμα και τη δολοφονία ανθρώπων, των οποίων τα δεινά δεν τους προκαλούν συμπόνια. ...

Τέτοια άτομα ονειρεύονται πως θα επιβάλουν επιτέλους την δύναμη τους και τον διαφορετικό τρόπο αντίληψης τους στο περιβάλλον τους και την κοινωνία γενικά. Δυστυχώς, σε μια ψυχολογικά αδαή και άπειρη κοινωνία, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα ότι το όνειρο τους θα γίνει πραγματικότητα γι' αυτούς, και εφιάλτης για όλους τους άλλους.
Αυτός που πυροβόλησε τους μαθητές στο σχολείο της Φλόριντα, ο Νίκολας Κρουζ, ήταν ένας 19χρονος που αποβλήθηκε από το γυμνάσιο. Σίγουρα είχε τους λόγους του για το θυμό του εναντίον της αμερικανικής κοινωνίας και του σχολείου που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει. Σύμφωνα όμως με τις μαρτυρίες των ατόμων που γνώριζαν και ζούσαν με τον Κρουζ, τα προβλήματα του δεν ήταν χειρότερα από αυτά πολλών άλλων 19χρονων.

Η μητέρα του Κρουζ, η οποία τον υιοθέτησε τη μέρα που γεννήθηκε, πέθανε πέρσι από πνευμονία αφήνοντας τον χωρίς γονείς. Έμεινε για λίγο με έναν οικογενειακό φίλο αλλά μετά ζήτησε από κάποιο συμμαθητή του αν μπορούσε να μείνει στο σπίτι του. Οι γονείς του συμμαθητή, η Κίμπερλη και ο Τζέιμς Σνιντ, δέχθηκαν.

«Τον είχα προειδοποιήσει ότι θα υπήρχαν κανόνες και τους ακλούθησε κατά γράμμα», δήλωσε ο Τζέιμς Σνιντ. «Ήταν πολύ αφελής. Δεν ήταν χαζός, απλά αφελής». Ο Κρουζ δεν ήξερε πώς να μαγειρέψει - η οικογένεια του έδειξε πώς να χρησιμοποιεί το φούρνο μικροκυμάτων - ή πώς να βάζει μπουγάδα, κι έπρεπε επίσης να μάθει να καθαρίζει τους χώρους και τα πράγματα που χρησιμοποίησε.

Δεν οδηγούσε αλλά αγόρασε ένα ποδήλατο και με αυτό πήγαινε καθημερινά στη δουλειά του σε ένα κοντινό κατάστημα. Οι Σνιντς επέμειναν να εγγραφεί στα μαθήματα ενηλίκων της σχολικής ενορίας και τον οδηγούσαν εκεί καθημερινά. Δεν είχε πολύ χρόνο για τον εαυτό του. Φαινόταν να τα πηγαίνει καλά και ήθελε να γίνει στρατιώτης πεζικού. Είχε ενθουσιαστεί όταν ένας υπεύθυνος στρατολόγησης επισκέφτηκε το σχολείο του πρόσφατα.

Σύμφωνα με κάποιο γνωστό του που έδωσε συνέντευξη στο CNN, ο Κρουζ συνήθιζε να συστήνει τον εαυτό του λέγοντας: «Γεια, είμαι ο Νικ, είμαι μακελάρης σχολείων

Υπάρχουν διαδικτυακές αναρτήσεις στις οποίες ο Κρουζ γράφει: «Θέλω να πυροβολήσω ανθρώπους με το AR-15 μου», και «θα γίνω επαγγελματίας μακελάρης σχολείων».

Το περασμένο καλοκαίρι, ως απάντηση σε μια είδηση ότι ένας δυσαρεστημένος γιατρός στη Νέα Υόρκη χρησιμοποίησε ένα AR-15 για να πυροβολήσει εφτά ανθρώπους, σκοτώνοντας ένα και τραυματίζοντας τους άλλους έξι, ο Νίκολας Κρουζ έγραψε: «Εγώ θα το έκανα καλύτερα».

Καμιά από αυτές τις λεπτομέρειες (ή οτιδήποτε άλλο σχετικά με τη ζωή του Κρουζ) δεν ταιριάζουν με την περιγραφή του «ψυχικά ασθενές» νεαρού, που έβραζε από ανεκδήλωτη οργή και αποφάσισε να δολοφονήσει 17 ανθρώπους στο πρώην σχολείο του. Ωστόσο, υπάρχουν επίσης αναφορές ότι έπαιρνε αντικαταθλιπτικά φάρμακα και ότι είναι «συναισθηματικά προβλήματα». Η αστυνομία είχε κληθεί στο σπίτι του 39 φορές τα τελευταία 8 χρόνια. Αλλά ο λόγος που ο Κρουζ αποφάσισε να αιματοκυλίσει το σχολείο πιθανότατα να είναι πολύ πιο κοινότυπος: ήθελε την προσοχή και τη φήμη που πίστευε πως ήταν προνόμιο του, και επέλεξε να στρέψει την προσοχή όλων πάνω του με το να προκαλέσει αυτό το μακελειό.

Όπως σημείωσε ο Szasz, η εκδήλωση της αποκαλούμενης ψυχικής ασθένειας «εξαρτάται από και ποικίλει ανάλογα με τον εκπαιδευτικό, οικονομικό, θρησκευτικό, κοινωνικό, και πολιτικό χαρακτήρα του ατόμου και της κοινωνίας στην οποία εμφανίζεται». Ο Κρουζ μεγάλωσε στη σύγχρονη αμερικανική κοινωνία όπου οι πολίτες ακούν συνεχώς από την παιδική τους ηλικία ότι είναι μέλη ενός εξαιρετικού έθνους και παροτρύνονται να ακολουθήσουν το προνομιακό «Αμερικανικό Όνειρο». Κάποιοι αμερικάνοι εσωτερικεύουν αυτή τη φαντασίωση και όταν η ζωή παρεκκλίνει απότομα από το όνειρο, μερικοί από αυτούς γεμίζουν με πικρία. Άτομα όπως τον Κρουζ όμως, φτάνουν αυτή την πικρία σε παθολογικά άκρα: θέλουν να εκδικηθούν την κοινωνία που τους υποσχέθηκε τόσα πολλά αλλά τους έδωσε τόσα λίγα. Για αυτούς, το αμερικανικό όνειρο δεν έχει να κάνει με ίσες ευκαιρίες και την προσπάθεια να φτιάξουν τη ζωή τους παρά τα εμπόδια - με σκληρή δουλειά. Είναι το όνειρο της μεγαλοπρεπούς προνομιακής μεταχείρισης: να έχουν αυτό που θέλουν απλά επειδή το θέλουν.

Μπορούμε να δούμε αυτή την ναρκισσιστική κοσμοαντίληψη επίσης και στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, όπου οι ΗΠΑ θεωρούν ότι έχουν το προνόμιο να κυβερνούν τον πλανήτη χωρίς να τους εναντιωθεί κανένας. Όταν παρέμβει η πραγματικότητα - όπως για παράδειγμα στην περίπτωση της απόκρουσης από τη Ρωσία στη Μέση Ανατολή - η αυτοκρατορία ξεσπά με παιδιάστική και αδικαιολόγητη οργή κι επιτίθεται βίαια στον «εχθρό».

Το ενδιαφέρον είναι ότι οι δύο όψεις αυτής της καταστροφικής κατάστασης - προνομιακή μεταχείριση και μνησικακία - φαίνεται να είναι τα κύρια κίνητρα για τους ριζοσπαστικούς αριστερούς ιδεολόγους, οι οποίοι έχουν προκαλέσει τεράστιο διχασμό στην αμερικανική κοινωνία αυτά τα τελευταία δυο χρόνια. Άρα, ίσως ο εσωτερικός κόσμος και η κοσμοαντίληψη του Κρουζ να έχουν περισσότερα κοινά με τους φιλελεύθερους SJW (μαχητές κοινωνικής δικαιοσύνης) απ' ότι με τους συντηρητικούς δεξιούς που υποστηρίζουν την οπλοκατοχή.