επιστημονικές έρευνες
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται ένας καταιγισμός δημοσιεύσεων επιστημονικών ερευνών. Αρκετές εξ αυτών μάλιστα είναι - τουλάχιστον - αμφιλεγόμενες, όμως κεντρίζουν το ενδιαφέρον των αναγνωστών. Πίσω από αυτό το φαινόμενο βρίσκεται ένα απίστευτα κερδοφόρο ολιγοπώλιο με κέρδη που ξεπερνούν αυτά της Google, της Apple και της Amazon. Πώς η «βιομηχανία των δημοσιεύσεων» κατευθύνει την επιστημονική έρευνα και γιατί οι επιστήμονες, μεταξύ αυτών και δύο νομπελίστες, κάνουν λόγο για ένα «διεφθαρμένο σύστημα».

Το 2011, ο Claudio Aspesi, σύμβουλος επενδύσεων της Bernstein Research στο Λονδίνο, έβαλε στοίχημα ότι η εταιρεία που ηγείται μίας από τις πλέον προσοδοφόρες βιομηχανίες του κόσμου, ήταν έτοιμη να συντριβεί. Η Reed-Elsevier, ο πολυεθνικός εκδοτικός κολοσσός θεωρούνταν η χαρά του επενδυτή. Ήταν από τους (λίγους) εκδοτικούς ομίλους που κατάφεραν να διαχειριστούν επιτυχώς τη μετάβαση στο διαδίκτυο, ενώ πρόσφατη έκθεση της εταιρείας δεν προέβλεπε τίποτα λιγότερο από ακόμη ένα έτος ανάπτυξης. Ωστόσο, ο Aspesi είχε λόγους να πιστεύει ότι η εν λόγω πρόβλεψη ήταν λανθασμένη.

Πυρήνας του Elsevier είναι τα επιστημονικά περιοδικά, οι επιστημονικές επιθεωρήσεις όπου οι ερευνητές δημοσιεύουν τα αποτελέσματά των ερευνών τους, σε εβδομαδιαία ή μηνιαία βάση. Με άλλα λόγια, το Elsevier B.V. είναι εταιρεία ακαδημαϊκών εκδόσεων που εκδίδει επιστημονικά έργα. Με βάση το Άμστερνταμ, η εταιρεία λειτουργεί στη Βρετανία, στις ΗΠΑ, στο Μεξικό, την Βραζιλία, την Ισπανία, την Γερμανία και αλλού. Τα προϊόντα της εταιρείας είναι επιστημονικά περιοδικά όπως το The Lancet και το Cell, αλλά επί της ουσίας ελέγχει πάνω από 1.000 επιστημονικές εκδόσεις, καθιστώντας την εταιρεία τον μεγαλύτερο εκδοτικό οίκο επιστημονικών άρθρων στον κόσμο.

Παρά το γεγονός ότι θεωρητικά απευθύνεται σε ένα ειδικό κοινό, η επιστημονική δημοσίευση είναι «big business». Με έσοδα που παγκοσμίως υπερβαίνουν τα 19 δισ. λίρες, η θέση της εταιρείας βρίσκεται κάπου ανάμεσα στους κολοσσούς της μουσικής και του σινεμά -τόσο μεγάλο είναι το μέγεθος της- με τη διαφορά ότι είναι πολύ πιο κερδοφόρα.

Το 2010, ο κλάδος των επιστημονικών εκδόσεων του Elsevier δήλωσε κέρδη 724 εκατομμυρίων λιρών και έσοδα 2 δισεκατομμυρίων λιρών, που σημαίνει 36% υψηλότερα κέρδη από αυτά που δήλωσαν τη χρονιά εκείνη η Apple, η Google και η Amazon.

Σύμφωνα ωστόσο με τον Guardian, το επιχειρηματικό μοντέλο του Elsevier είναι ένα ιδιότυπο παζλ. Για να βγάλει χρήματα ένα περιοδικό, για παράδειγμα, πρέπει να καλύψει μία σειρά δαπανών: Να πληρώσει αυτούς που γράφουν τα άρθρα, τους συντάκτες στους οποίους έχει αναθέσει τη διαμόρφωση και τον έλεγχο των κειμένων, αυτούς οι οποίοι αναλαμβάνουν τη διανομή του τελικού προϊόντος σε συνδρομητές και λιανοπωλητές κλπ. Πρόκειται για έναν δαπανηρό κύκλο εργασιών, εξού και τα επιτυχημένα περιοδικά δεν αποφέρουν κέρδη πάνω από 12% έως 15%.

Το «περίεργο σύστημα τριπλών πληρωμών»

Ο τρόπος για να κερδίσει κανείς χρήματα από ένα επιστημονικό άρθρο είναι λίγο ως πολύ ίδιος, εκτός από το γεγονός ότι οι επιστημονικές εκδόσεις καταφέρνουν να καλύψουν το μεγαλύτερο μέρος του πραγματικού κόστους. Πώς το κάνουν αυτό;

Οι επιστήμονες δημοσιεύουν τα συμπεράσματα των ερευνών τους- κατά το μεγαλύτερο ποσοστό οι έρευνες χρηματοδοτούνται από κρατικά κονδύλια- δίνοντας τις εργασίες τους στους εκδότες δωρεάν. Ο εκδότης στη συνέχεια, πληρώνει επιστημονικούς συντάκτες που κρίνουν εάν η εργασία αξίζει να δημοσιευθεί και τσεκάρουν τη σύνταξη του άρθρου, αλλά ο κύριος όγκος της συντακτικής δουλειάς -ο έλεγχος της επιστημονικής εγκυρότητας και της αξιολόγησης των πειραμάτων- γίνεται από επιστήμονες οι οποίοι προσφέρουν την εργασία τους εθελοντικά.

Μετά οι εκδότες πωλούν το «προϊόν» σε δημόσιες βιβλιοθήκες και δημόσια πανεπιστήμια, με σκοπό την ενημέρωση των επιστημόνων, οι οποίοι, γενικώς μιλώντας, είναι εκείνοι που σε πρώτο επίπεδο δημιούργησαν το «προϊόν».

Είναι σαν να ζητούσε το New Yorker ή ο Economist από τους δημοσιογράφους να γράφουν και να επεξεργάζονται ο ένας τα ρεπορτάζ του άλλου δωρεάν και μετά να έστελναν τον λογαριασμό στο κράτος.

Όπως είναι αυτονόητο ο κύκλος αυτός προκαλεί, αν μη τι άλλο, δυσπιστία. Βρετανική έκθεση κοινοβουλευτικής επιστημονικής επιτροπής του 2004 για τη βιομηχανία επισήμανε ότι «σε μια παραδοσιακή αγορά οι προμηθευτές πληρώνονται για τα αγαθά που παρέχουν».

Έκθεση της Deutsche Bank του 2005 αναφερόταν στην πρακτική χαρακτηρίζοντας την ως ένα «περίεργο σύστημα τριπλών πληρωμών», στο οποίο «το κράτος χρηματοδοτεί το μεγαλύτερο μέρος της έρευνας, πληρώνει τους μισθούς των περισσότερων από αυτούς που ελέγχουν την ποιότητα της και στη συνέχεια αγοράζει το μεγαλύτερο μέρος του δημοσιευμένου προϊόντος».

Οι επιστήμονες γνωρίζουν -πολύ καλά- ότι πρόκειται για μια κακή συμφωνία. Η επιχείρηση των δημοσιεύσεων είναι «διεστραμμένη και περιττή», έγραφε ο βιολόγος του Berkeley, Michael Eisen σε άρθρο του 2003 για τον Guardian, δηλώνοντας ότι «πρόκειται για σκάνδαλο».

Ο Adrian Sutton, φυσικός στο Imperial College, δήλωσε ότι οι επιστήμονες «είναι όλοι δούλοι στους εκδότες. Ποια άλλη βιομηχανία λαμβάνει τις πρώτες ύλες της από τους πελάτες της, παίρνει τους ίδιους αυτούς πελάτες για να κάνουν τον ποιοτικό έλεγχο των υλικών και στη συνέχεια πωλεί τα ίδια υλικά πίσω στους πελάτες σε μια υπερβολικά διογκωμένη τιμή;» (Εκπρόσωπος του RELX Group, όπως είναι η επίσημη ονομασία του Elsevier από το 2015, είχε δηλώσει στον Guardian ότι τόσο η δική του εταιρεία, όσο και άλλες «εξυπηρετούν την επιστημονική κοινότητα κάνοντας πράγματα που χρειάζονται οι ερευνητές και τα οποία είτε δεν μπορούν, είτε δεν κάνουν μόνοι τους, χρεώνοντας μία δίκαιη τιμή για την υπηρεσία αυτή».)

Οι επιστήμονες συντονίζουν αναλόγως τις έρευνες τους

Πολλοί επιστήμονες εκτιμούν επίσης ότι ο εκδοτικός αυτός κλάδος ασκεί πάρα πολύ μεγάλη επιρροή στην επιλογή των ερευνών, γεγονός που τελικά είναι κακό για την ίδια την επιστήμη. Οι επιστήμονες γνωρίζουν με ακρίβεια ποιές εργασίες έχουν αυξημένες πιθανότητες να πάρουν τον δρόμο της δημοσίευσης και συντονίζουν αναλόγως τα συμπεράσματα και τις παρατηρήσεις τους.

Συνέπεια αυτού είναι ότι ναι μεν υπάρχει μια σταθερή ροή δημοσιεύσεων, αλλά οι επιστήμονες δεν έχουν έναν ακριβή οδικό χάρτη του ερευνητικού πεδίου τους. Μπορεί να καταλήξουν σε αδιέξοδα τα οποία συνάδελφοί τους επιστήμονες έχουν ήδη αντιμετωπίσει, μόνο και μόνο επειδή οι πληροφορίες για προηγούμενες αποτυχίες δεν βρίσκονται στις σελίδες των σχετικών επιστημονικών δημοσιεύσεων. Μελέτη του 2013, για παράδειγμα, ανέφερε ότι οι μισές από όλες τις κλινικές μελέτες που διεξάγονται στις ΗΠΑ δεν δημοσιεύονται σε καμία επιστημονική επιθεώρηση.

Σύμφωνα με τους επικριτές, το σύστημα αυτό στην πραγματικότητα φρενάρει την επιστημονική πρόοδο. Σε δοκίμιο του 2008, ο δρ Neal Young των αμερικανικών NIH, που χρηματοδοτούν και διεξάγουν ιατρική έρευνα, υποστήριξε ότι, δεδομένης της σημασίας που έχει για την κοινωνία η επιστημονική καινοτομία «είναι ηθική επιταγή να επανεξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίον τα επιστημονικά δεδομένα κρίνονται και δημοσιεύονται».

Ο Claudio Aspesi επικοινώνησε με ένα δίκτυο 25 διακεκριμένων επιστημόνων και ακτιβιστών καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η παλίρροια ήταν έτοιμη να στραφεί εναντίον του Elsevier. Όλο και περισσότερες ερευνητικές βιβλιοθήκες, οι οποίες αγοράζουν περιοδικά για τα πανεπιστήμια, άρχισαν να κάνουν σαφές ότι οι προϋπολογισμοί τους έχουν εξαντληθεί μετά από δεκαετίες συνεχών ανατιμήσεων και να απειλούν ότι θα ακυρώσουν πακέτα συνδρομών πολλών εκατομμυρίων λιρών εκτός και αν το Elsevier έριχνε τις τιμές.

Κρατικοί οργανισμοί όπως τα αμερικανικά Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας NIH και το Γερμανικό Ίδρυμα Ερευνών (DFG) δεσμεύθηκαν να δημοσιεύουν τις έρευνες τους δωρεάν μέσω on-line περιοδικών. Ο Aspesi εκτιμούσε ότι οι κυβερνήσεις θα συμμερίζονταν τη θέση των οργανισμών, εξασφαλίζοντας ότι η χρηματοδοτούμενη από κρατικά κονδύλια έρευνα θα ήταν δωρεάν διαθέσιμη σε κάθε πολίτη.

Ωστόσο, την επομένη χρονιά, οι περισσότερες βιβλιοθήκες ανανέωσαν τις συμβάσεις τους με το Elsevier, ενώ οι κυβερνήσεις απέτυχαν να προωθήσουν ένα εναλλακτικό μοντέλο διάδοσης της έρευνας. Το 2012 και το 2013, το Elsevier παρουσίασε περιθώρια κέρδους άνω του 40%, αποδεικνύοντας ότι, η εταιρεία είχε έρθει για να μείνει και ότι ο Aspesi είχε κάνει λάθος στις προβλέψεις του για αυτό το εξαιρετικά κερδοφόρο ολιγοπώλιο.

Καθορίζοντας την επιστημονική κοινότητα

Όμως, το ζήτημα είναι ότι οι επιστημονικές δημοσιεύσεις έχουν εδώ και δεκαετίες καθορίσει την επιστημονική κοινότητα. Σήμερα, κάθε επιστήμονας γνωρίζει ότι η καριέρα του εξαρτάται από τις δημοσιεύσεις του, και ότι, η επαγγελματική επιτυχία του καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τα αναγνωρισμένα ως έγκυρα επιστημονικά περιοδικά. Η μακρά, αργή, σχεδόν χωρίς κατεύθυνση ερευνητική εργασία που υιοθέτησαν μερικοί από τους πιο σημαντικούς επιστήμονες του 20ού αιώνα δεν θεωρείται πλέον βιώσιμη επιλογή. Ο Βρετανός βιοχημικός, Fred Sanger, ο οποίος προσδιόρισε την αλληλουχία βάσεων του DNA , αλλά είχε ελάχιστες δημοσιεύσεις τις δύο δεκαετίες μεταξύ των βραβείων Νόμπελ με τα οποία τιμήθηκε, το 1958 και το 1980, ίσως σήμερα να μην είχε καμία τύχη.

Ακόμη και επιστήμονες που αγωνίζονται για να αλλάξουν τα πράγματα, αγνοούν πότε και πώς μπήκαν τα θεμέλια του συστήματος αυτού: Η ιστορία άρχισε στα χρόνια του οικονομικού «boom» που ακολούθησαν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν επιχειρηματίες έχτισαν περιουσίες παίρνοντας μέσα από τα χέρια των επιστημόνων τις προς δημοσίευση εργασίες και διευρύνοντας την υπόθεση των εκδόσεων σε μία αδιανόητη για τα μέτρα της εποχής κλίμακα.

Όπως αποδείχτηκε, ουδείς ήταν εξυπνότερος από τον Robert Maxwell (1923-1991), ο οποίος μετέτρεψε τα επιστημονικά περιοδικά σε μια θεαματική μηχανή παραγωγής χρήματος που στην πραγματικότητα, χρηματοδότησε την άνοδό του στη βρετανική κοινωνία. Ο Maxwell εξελέγη βουλευτής και μετεξελίχθηκε σε βαρώνο του Τύπου που αμφισβήτησε ευθέως τον Rupert Murdoch.

«Ξοδεύουμε ένα δισεκατομμύριο λίρες το χρόνο και παίρνουμε πίσω άρθρα»

Το επιστημονικό άρθρο έχει ουσιαστικά γίνει ο μόνος τρόπος για να φτάσει η επιστήμη συστηματικά στο ευρύ κοινό. Όπως λέει ο Robert Kiley, επικεφαλής ψηφιακών υπηρεσιών στη βιβλιοθήκη του Wellcome Trust, του δεύτερου μεγαλύτερου ιδιώτη χρηματοδότη στον τομέα της βιοϊατρικής έρευνας στον κόσμο «ξοδεύουμε ένα δισεκατομμύριο λίρες ετησίως και παίρνουμε πίσω άρθρα».

«Η δημοσίευση είναι η έκφραση της δουλειάς μας. Μια καλή ιδέα, μια συζήτηση, η αλληλογραφία, ακόμη και από το πιο λαμπρό πρόσωπο του κόσμου... τίποτα δεν μετρά όσο μία δημοσίευση», λέει ο Neal Young των NIH. «Εάν ελέγχετε την πρόσβαση στην επιστημονική βιβλιογραφία, είναι σαν να έχετε τον έλεγχο της επιστήμης».

«Στην αρχή της καριέρας μου, κανείς δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία πού είχες κάνει δημοσίευση, όμως όλα άλλαξαν το 1974 με το Cell» λέει στον Guardian ο Randy Schekman, καθηγητής Μοριακής Βιολογίς στο Berkeley και βραβευμένος με Νόμπελ τo 2013. Το Cell (που σήμερα ανήκει στο Elsevier) ήταν ένα περιοδικό που ξεκίνησε από το Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (MIT) για το νέο, ανερχόμενο τότε, πεδίο της μοριακής βιολογίας.

Είναι δύσκολο να αποτιμήσει κανείς τη δύναμη που ένας συντάκτης των περιοδικών αυτών έχει στη διαμόρφωση της καριέρας ενός επιστήμονα ή, στην κατεύθυνση της ίδιας της επιστήμης. Όπως λέει ωστόσο ο Schekman «Οι νέοι μου λένε συνεχώς 'αν δεν δημοσιεύσω στο CNS (το κοινό αρκτικόλεξο για τα Cell / Nature / Science, τα πιο έγκυρα περιοδικά Βιολογίας), δεν θα βρω δουλειά'» συγκρίνοντας την αναζήτηση δημοσιεύσεων μεγάλης επιρροής με τα τραπεζικά μπόνους. «Η επιρροή τους στην πορεία της επιστήμης είναι τεράστια» επισημαίνει o νομπελίστας.

Στην ίδια γραμμή και ο βιολόγος, βραβευμένος με Νόμπελ Ιατρικής το 2002, Sydney Brenner: «Οι πανεπιστημιακοί έχουν κίνητρο να κάνουν έρευνες που να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των εκδοτών» είχε δηλώσει σε συνέντευξη του 2014, αποκαλώντας το σύστημα «διεφθαρμένο».

Κατά καιρούς, οι επιστήμονες έθεσαν υπό αμφισβήτηση τη διαδρομή αυτής της εξαιρετικά κερδοφόρας επιχείρησης στην οποία παρέδιδαν το έργο τους δωρεάν, αλλά ήταν οι πανεπιστημιακοί βιβλιοθηκονόμοι που συνειδητοποίησαν για πρώτη φορά την παγίδα στην αγορά που είχε στήσει ο Maxwell. Οι βιβλιοθηκονόμοι χρησιμοποίησαν πανεπιστημιακά κεφάλαια για να αγοράσουν περιοδικά εξ ονόματος των επιστημόνων. Ο Maxwell το γνώριζε καλά. «Οι επιστήμονες δεν έχουν ιδιαίτερη συναίσθηση των τιμών της αγοράς όσο άλλοι επαγγελματίες, κυρίως επειδή δεν ξοδεύουν τα δικά τους χρήματα», δήλωνε σε συνέντευξη του στο Global Business το 1988. Οι βιβλιοθηκάριοι ήταν κλειδωμένοι σε μια σειρά χιλιάδων μικροσκοπικών μονοπωλίων.

Σε έκθεση του 2015, ο καθηγητής Πληροφορικής του Πανεπιστημίου του Μόντρεαλ, Vincent Larivière, κατέγραψε ότι το Elsevier κατέχει το 24% της αγοράς επιστημονικών εκδόσεων, ενώ οι παλιοί συνεργάτες του Maxwell, η εταιρεία Springer και οι συμπατριώτες του, η Wiley-Blackwell,ελέγχουν από 12%. Οι τρεις αυτές εταιρείες αντιπροσωπεύουν το ήμισυ της αγοράς.

Από τις αρχές του 2000, αρκετοί επιστήμονες υποστήριξαν μια εναλλακτική λύση στη δημοσίευση μέσω συνδρομών που ονομάζεται «ανοικτή πρόσβαση». Στην πράξη, αυτό έχει τη μορφή ηλεκτρονικής έκδοσης, στην οποία οι επιστήμονες πληρώνουν ένα ποσόν για να καλύψουν τα έξοδα σύνταξης, που εξασφαλίζουν ότι η εργασία τους είναι ελεύθερα προσβάσιμη. Ωστόσο, παρά τη στήριξη -όπως μεταξύ άλλων, από το Ίδρυμα Gates και το Wellcome Trust- μόλις το ένα τέταρτο των επιστημονικών άρθρων διατίθεται ελεύθερα.

Τα τελευταία χρόνια, η πιο ριζοσπαστική κίνηση κόντρα στο status quo της εν λόγω αγοράς συνδέεται με έναν αμφιλεγόμενο ιστότοπο που ονομάζεται Sci-Hub, ένα είδος Napster για την επιστήμη, που επιτρέπει σε οποιονδήποτε να κάνει δωρεάν λήψη επιστημονικών άρθρων. Δημιουργός του είναι η Alexandra Elbakyan από το Καζακστάν, η οποία κρύβεται, καθώς βρίσκεται αντιμέτωπη με κατηγορίες για πειρατεία και παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων στις ΗΠΑ. «Η επιστήμη πρέπει να ανήκει στους επιστήμονες και όχι στους εκδότες» γράφει σε μέιλ που έστειλε στον Guardian. Σε επιστολή της προς το δικαστήριο, επικαλέστηκε το άρθρο 27 της Οικουμενικής Διακήρυξης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτωντου ΟΗΕ, υποστηρίζοντας το δικαίωμα «να συμμετάσχει στην πρόοδο της επιστήμης και τα οφέλη της».