λίβανος
Όταν πριν ένα μήνα η Σαουδική Αραβία ώθησε τον προστατευόμενό της Σάαντ Χαρίρι, να παραιτηθεί από την πρωθυπουργία του Λιβάνου, ήταν ουσιαστικά μια προσπάθεια να εξαλειφθεί η ιρανική επιρροή στη χώρα. Μόνο που το αποτέλεσμα ήταν τελικά αντίθετο από αυτό που επιθυμούσε το Ριάντ.

Ο Χαρίρι όχι μόνο πήρε πίσω την παραίτησή του, αλλά παραδόξως η πίεση του Ριάντ τον ώθησε, μαζί με τους αντιπάλους του στο εσωτερικό της χώρας, να εμφανίσουν μια εικόνα ενότητας ώστε να αποφευχθεί ένας νέος πολιτικός σεισμός στον Λίβανο.

Κατά τη διάρκεια του πρώτου υπουργικού συμβουλίου μετά την αιφνιδιαστική παραίτηση του Χαρίρι στις 4 Νοεμβρίου, το κόμμα της Χεζμπολάχ και αυτό του Λιβανέζου πρωθυπουργού επανέλαβαν τη δέσμευσή τους για την «αποστασιοποίηση» της χώρας από τις περιφερειακές συγκρούσεις.

Η υπόθεση Χαρίρι είναι άμεσο αποτέλεσμα του περιφερειακού μπρα-ντε-φερ μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ιράν.

Το Ριάντ θεωρεί τη σιιτική Χεζμπολάχ βραχίονα του Ιράν στη χώρα. Όμως από το 2016 συμμετέχει στην κυβέρνηση του Λιβάνου υπό την πρωθυπουργία του Χαρίρι, ο οποίος είναι εδώ και καιρό το αγαπημένο παιδί της Σαουδικής Αραβίας.

Σύμφωνα με διπλωματική πηγή που πρόσκειται στον Χαρίρι, οι Σαουδάραβες ήταν έτοιμοι να τιμωρήσουν οικονομικά τον Λίβανο, που βασίζεται στα χρήματα που φέρνει στη χώρα η διασπορά του και τον τραπεζικό του τομέα.

«Όταν ο Χαρίρι πήγε στη Σαουδική Αραβία (στις αρχές Νοεμβρίου), έπαθε ισχυρό σοκ», εξηγεί η πηγή αυτή, αναφερόμενη στις συνθήκες υπό τις οποίες ο πρωθυπουργός του Λιβάνου αποφάσισε να παραιτηθεί.

«Πίστευε ότι πήγαινε για να συζητήσει οικονομικά σχέδια. Βρέθηκε αντιμέτωπος με έναν κατάλογο κυρώσεων εναντίον του Λιβάνου», επεσήμανε.

Το Ριάντ απείλησε να «εκδιώξει 160.000 Λιβανέζους από τον Κόλπο, να αναγκάσει τους επιχειρηματίες να αποσύρουν τις επενδύσεις τους από τον Λίβανο (...) Θα ήταν καταστροφικό» για τη χώρα.

«Ο Χαρίρι βρέθηκε με την πλάτη στον τοίχο», τόνισε η πηγή αυτή, επισημαίνοντας ότι ο πρωθυπουργός συνέταξε μόνος του το κείμενο της παραίτησής του, όμως επέλεξε μια γλώσσα που θα ικανοποιούσε τους Σαουδάραβες.

«Δεν ήταν αιχμάλωτος με τη στενή έννοια της λέξης, όμως του είχαν πει "αν επιστρέψεις στον Λίβανο, θα θεωρήσουμε εσένα όπως και τη Χεζμπολάχ και την κυβέρνησή σου εχθρούς. Θα τιμωρήσουμε τον Λίβανο όπως το Κατάρ"».

Αναγκάζοντας τον Χαρίρι να παραιτηθεί, «οι Σαουδάραβες θέλησαν να δείξουν την αποφασιστικότητά τους να απωθήσουν την ιρανική επιρροή στη Μέση Ανατολή», σχολίασε ο Καρίμ Μπιτάρ, του Ινστιτούτου Διεθνών και Στρατηγικών Σπουδών του Παρισιού (Iris). «Όμως τελικά γύρισε μπούμερανγκ», πρόσθεσε.

Σήμερα «όσο επίπλαστη, προσωρινή και ευαίσθητη και να είναι, αυτή η αναγκαστική προσέγγιση μεταξύ των δύο λιβανέζικων παρατάξεων είναι απαραίτητη και καλοδεχούμενη, εφόσον οι οικονομικοί κίνδυνοι και οι κίνδυνοι ασφαλείας είναι πραγματικοί», εξήγησε ο Μπιτάρ.

Μια γαλλική διπλωματική πηγή επεσήμανε ότι ο Μοχάμεντ μπιν Σάλμαν, ο ισχυρός πρίγκιπας διάδοχος της Σαουδικής Αραβίας, «συνειδητοποίησε ότι το παράκανε» και ότι η επιχείρηση τελικά είχε ως αποτέλεσμα «την άνοδο της δημοτικότητας του Χαρίρι». Ένας κακός υπολογισμός οδήγησε στην οπισθοχώρηση, υπό την πίεση της Γαλλίας και των ΗΠΑ.

Όμως «οι Σαουδάραβες δεν έχουν πει ακόμη την τελευταία τους λέξη και εξακολουθούν να είναι αποφασισμένοι να εξοντώσουν τους συμμάχους της Τεχεράνης στην περιοχή», προειδοποίησε ο Μπιτάρ.

Στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης είναι η Χεζμπολάχ, που εμπλέκεται στον πόλεμο στη Συρία στηρίζοντας τον στρατό του Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ και την οποία το Ριάντ κατηγορεί ότι εκπαιδεύει τους σιίτες αντάρτες Χούτι στην Υεμένη.

«Στην Υεμένη οι Σαουδάραβες ζητούν υποχωρήσεις, απαιτώντας η Χεζμπολάχ να αποσύρει τους στρατιωτικούς της συμβούλους», τόνισε ο Μπιτάρ.

Το Ριάντ πρόσφατα ενίσχυσε την πίεση λέγοντας ότι δεν θα υπάρξει «ειρήνη» στον Λίβανο για όσο διάστημα η Χεζμπολάχ διατηρεί το οπλοστάσιό της.

Υπό αυτό το πνεύμα, «η Σαουδική Αραβία αντιμετωπίζει με επιφυλακτικότητα τον Χαρίρι». «Πίστεψαν ότι θα ήταν σε θέση να αντιπαρατεθεί με τη Χεζμπολάχ. Έγινε το αντίθετο», εκτιμά μια δυτική διπλωματική πηγή.

Ωστόσο ο Μπιτάρ επισημαίνει ότι αν συνεχιστούν οι προσπάθειες του Ριάντ να κερδίσει σε επιρροή στην περιοχή, είναι πιθανό τίποτε να μην μπορέσει «να προστατεύσει τον Λίβανο από αυτή την αύξηση των κινδύνων σε περιφερειακό επίπεδο».