ρωσία κίνα
Επί δεκαετίες, οι ΗΠΑ, βρίσκονταν στην κορυφή ενός μονοπολικού κόσμου, χωρίς κανείς να μπορεί να τις συναγωνιστεί στην επιρροή που είχαν σε ολόκληρο τον πλανήτη. Τώρα όμως αυτό μπορεί να αλλάξει καθώς μια νέα - άτυπη συμμαχία διαμορφώνεται μεταξύ Κίνας και Ρωσίας.

Οι δυο μεγάλες δυνάμεις έχουν αμοιβαίο ενδιαφέρον για την ανατροπή της διεθνούς τάξης που για πολύ καιρό ευνοούσε τη Δύση σε βάρος τους. Και καθώς η μοναδική υπερδύναμη της Γης περνά σε φάση εσωστρέφειας θα επιδιώξουν να χαράξουν μια μεγαλύτερη αυλή για τις ίδιες, αναφέρει σε ανάλυσή του, το Stratfor. Μπορεί αυτός ο «γάμος» συμφέροντος και διευκόλυνσης να οδηγήσει για ακόμη μια φορά στον διπολισμό που χαρακτήρισε τον Ψυχρό Πόλεμο ή θα ξετυλίξει τη φυσική αντιπαλότητα που έχει ρίζες στη γεωπολιτική;

Η άτυπη συμμαχία

Στον Ψυχρό Πόλεμο η σύγκρουση έμοιαζε με τις κλασικές διαμάχες μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων που άρχισαν να λαμβάνουν χώρα μετά την έλευση των σύγχρονων κρατών - εθνών: Δυο μπλοκ σχεδόν ισοδύναμα (το ΝΑΤΟ και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας) συμμετείχαν σε μια συνεχή πολεμική κατάσταση για την εξασφάλιση των σφαιρών επιρροής.

Ο Ψυχρός Πόλεμος, ωστόσο, είχε κάποια εντυπωσιακά νέα στοιχεία. Τα βασικότερα ήταν η διάχυτη επέκταση της διαμάχης μεταξύ των πιο κυρίαρχων κρατών, η παρουσία των πυρηνικών όπλων, τα ριζικά διαφορετικά οικονομικά και πολιτικά συστήματα των δυο μερών και ο ιεραποστολικός ζήλος κάθε υπερδύναμης για την εξαγωγή της ιδεολογίας της σε όλο τον κόσμο. Επιπλέον, η συμμετοχή σε κάθε μία από τις δυο συμμαχίες ήταν αξιοσημείωτη και σταθερή, αν και οι αναπτυσσόμενες χώρες άλλαζαν πίστη μετά από μια επανάσταση ή στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ ή της Σοβιετικής Ένωσης.

Οι παραλληλισμοί μεταξύ του σήμερα και του Ψυχρού Πολέμου φαίνονται υπερβολικές. Οι ΗΠΑ αρχηγεύουν στις περισσότερες επίσημες δομές συμμαχιών. Η Ρωσία και η Κίνα δεν έχουν προφανή ιδεολογία για εξαγωγή και οι παραλλαγές του καπιταλισμού έχουν κερδίσει σε όλο τον κόσμο, οδηγώντας σε μια βαθιά ολοκληρωτική παγκόσμια οικονομία. Επιπλέον, η Ρωσία και η Κίνα φαίνεται να έχουν υπερβολικά πολλές συγκρούσεις συμφερόντων για τη διαμόρφωση μιας διαρκούς εταιρικής σχέσης.

Μια πιο προσεκτική ματιά στα πρόσφατα γεγονότα, ωστόσο, δείχνει ότι τα πράγματα είναι διαφορετικά. Παρά τη μη ύπαρξη επίσημης συμμαχίας, η Ρωσία και η Κίνα έχουν ενεργήσει σαν μια γροθιά σε πολλά σημαντικά ζητήματα ασφαλείας. Και οι δυο ήταν αρχικά ουδέτερες και στη συνέχεια αντιστάθηκαν στην επέμβαση του ΝΑΤΟ στη Λιβύη το 2011. Και οι δυο έχουν πάρει περίπου την ίδια θέση αναφορικά με τη συριακή σύγκρουση και την διακυβέρνηση των Ηνωμένων Εθνών. Και οι δυο είναι σταθερά αντίθετες στην υπονόμευση της συμφωνίας για τα πυρηνικά του Ιράν. Και οι δυο έχουν ασκήσει πιέσεις εναντίον των πυραυλικών αμυντικών συστημάτων των ΗΠΑ στην Κεντρική Ευρώπη και την Ασία, καθώς και στο δυτικό δόγμα της παρέμβασης, γνωστό ως «ευθύνη της προστασίας». Στο μεταξύ, η Κίνα που υπερασπίζεται την αρχή της εθνικής κυριαρχίας, ήταν αισθητά σιωπηλή στο ζήτημα της ρωσικής παρέμβασης στην Ουκρανία.

Ταυτόχρονα, το Πεκίνο και η Μόσχα έχουν συμβολικά επιδείξει την ενότητά τους στον τομέα της άμυνας. Έχουν πραγματοποιήσει κοινές στρατιωτικές ασκήσεις σε ασυνήθιστες τοποθεσίες, όπως η Μεσόγειος και η Βαλτική Θάλασσα, καθώς και σε αμφισβητούμενα εδάφη, όπως η Θάλασσα της Ιαπωνίας και Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Οι συμφωνίες όπλων μεταξύ τους βρίσκονται επίσης σε άνοδο. Οι Ρωσικές πωλήσεις όπλων στην Κίνα έφτασαν στα ύψη το 2002. Μετά την προσωρινή διακοπή τους από το 2006 έως το 2013, καθώς υπήρξαν υποψίες ότι η Κίνα αντέγραφε τις ρωσικές τεχνολογικές πλατφόρμες, οι πωλήσεις της Ρωσίας στην Κίνα ξεκίνησαν και πάλι. Η Μόσχα συμφώνησε να πουλήσει τα πιο εξελιγμένα της συστήματα, τα αεροσκάφη Su-35 και τα πυραυλικά συστήματα εδάφους S-400 στη γείτονά της στην Ασία.

Οι δύο μεγάλες δυνάμεις έχουν επίσης υπογράψει πολλές μεγάλες ενεργειακές συμφωνίες. Το ρωσικό πετρέλαιο αποτελεί ένα σταθερά αυξανόμενο μερίδιο στο ενεργειακό χαρτοφυλάκιο της Κίνας εδώ και χρόνια και το 2016 η Ρωσία έγινε ο μεγαλύτερος προμηθευτής πετρελαίου της χώρας. Η Κίνα, από την πλευρά της, έχει αρχίσει να επενδύει ουσιαστικά στην ανάντη βιομηχανία της Ρωσίας, ενώ οι κρατικές τράπεζές της έχουν σε μεγάλο βαθμό χρηματοδοτήσει τους αγωγούς που συνδέουν τις δυο χώρες. Το Πεκίνο, για παράδειγμα, πρόσφατα απέκτησε μεγάλο μερίδιο στον ρωσικό πετρελαϊκό γίγαντα Rosneft. Οι ρωσικές εξαγωγές φυσικού αερίου, συμπεριλαμβανομένου και υγροποιημένου φυσικού αερίου, στην Κίνα ανεβαίνουν επίσης. Αυτές οι κινήσεις εντάσσονται σε μια μεγαλύτερη στρατηγική: η Ρωσία και η Κίνα προνοούν η μία για την άλλη στο εμπόριο της ενέργειας και στις επενδύσεις για να μειώσουν την εξάρτησή τους από άλλα μέρη στα οποία κυριαρχούν οι ΗΠΑ στους τομείς αυτούς.

Με τις ισχυρές αυτόχθονες αμυντικές βιομηχανίες και τα τεράστια αποθέματα ενέργειας και μόνο, η Κίνα και η Ρωσία ικανοποιούν τις βασικές απαιτήσεις ώστε να αποτελούν μια διαρκή πρόκληση προς τις ΗΠΑ. Επίσης και οι δυο έχουν αρχίσει να πιέζουν για μεγαλύτερη οικονομική και νομισματική αυτονομία καθώς απομακρύνονται από τις αγορές εμπορίου και χρηματοδότησης που κυριαρχούνται από το δολάριο. Η Κίνα έχει ήδη αποχωρήσει από το σύστημα SWIFT των παγκόσμιων τραπεζικών συναλλαγών, δημιουργώντας το δικό της σύστημα, το CIPS. Η Ρωσία ακολουθεί το παράδειγμα της Κίνας κι έχει επίσης αρχίσει να δημιουργεί ένα εναλλακτικό δίκτυο. Επιπλέον, το κινεζικό γουάν μπήκε πρόσφατα στα νομίσματα των Ειδικών Τραβηκτικών Δικαιωμάτων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Τώρα τα περισσότερα ασιατικά νομίσματα ακολουθούν πολύ πιο στενά το γουάν από το δολάριο σε αξία. Η Κίνα σχεδιάζει να εισαγάγει ένα συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης πετρελαίου σε γουάν, το οποίο μπορεί να μετατραπεί πλήρως και σε χρυσό. Αυτό, μαζί με την απόφαση του Πεκίνου και της Μόσχας να ενισχύσουν τα αποθέματά τους σε χρυσό, δείχνει ότι μπορεί να ετοιμάζονται να στραφούν στο εγγύς μέλλον σε ένα πρότυπο βασισμένο στο χρυσό. (Η μετατρεψιμότητα του χρυσού είναι ένα σημαντικό ενδιάμεσο βήμα προς την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών σε ένα νόμισμα όπως το γουάν, το οποίο εξακολουθεί να υποφέρει από πολλούς περιορισμούς όπως η έλλειψη ρευστότητας και μεγάλο ρίσκο στη χώρα καταγωγής του). Η σοβαρότητα της προσπάθειάς τους δείχνει την αποφασιστικότητά τους να απομακρυνθούν από το σύστημα που κυβερνάται από το αμερικανικό νόμισμα.

Φυσικά, η Κίνα και η Ρωσία εξακολουθούν να υφίστανται τεράστια ελλείμματα σε σχέση με τις ΗΠΑ όσον αφορά την τεχνολογία, την καινοτομία και την παγκόσμια προβολή. Ωστόσο, το κενό μπορεί να κλείσει καθώς η Κίνα πραγματοποιεί σημαντικές επενδύσεις σε ανερχόμενες τεχνολογίες, όπως η ανανεώσιμη ενέργεια, η βιοτεχνολογία και η τεχνητή νοημοσύνη. Επιπλέον, η προβολή της εξουσίας τους ανά τον πλανήτη, δεν είναι ίσως ο άμεσος στόχος τους. Αντίθετα, οι δυο δυνάμεις φαίνεται να επιδιώκουν τη μέγιστη αυτονομία και μια κοντινή σφαίρα επιρροής που περιλαμβάνει την Ανατολική Ευρώπη και τμήματα της Μέσης Ανατολής και της Ασίας. Επιδιώκουν επίσης την αναθεώρηση της διεθνούς νομοθεσίας με στόχο την ενίσχυση της επιρροής τους σε πολυμερείς θεσμούς, την εξασφάλιση βέτο για στρατιωτικές παρεμβάσεις, την αύξηση της παγκόσμιας διακυβέρνησης του Διαδικτύου (αν και για το δικό τους συμφέρον), τον τερματισμό των πιέσεων των ΗΠΑ, τον εκθρονισμό του δολαρίου και την ικανοποίηση των συμφερόντων τους στο σχεδιασμό της παγκόσμιας τάξης στην ασφάλεια.

Ένας ανθεκτικός γάμος συμφέροντος

Η Κίνα και η Ρωσία δεν είναι φυσικοί σύμμαχοι. Έχουν μακρά ιστορία διαφωνιών και τουλάχιστον τρεις υποθέσεις με αντικρουόμενα συμφέροντα: αλληλοεπικαλυπτόμενες περιοχές στην Κεντρική Ασία, ανταγωνισμό στις πωλήσεις όπλων και αυξανόμενη ασυμμετρία στην δύναμη και την εξουσία τους που ευνοεί το Πεκίνο. Ωστόσο, με τα χρόνια, οι δυο χώρες ανέλαβαν διαφορετικούς ρόλους στην Κεντρική Ασία. Η Ρωσία έχει καταστεί ο κορυφαίος εγγυητής ασφάλειας στην περιοχή ιδρύοντας την Οργανωτική Συνθήκη για τη Συλλογική Ασφάλεια (CSTO), μια επίσημη συμμαχία με ρήτρα αμοιβαίας αυτοάμυνας, αλλά και με την οικοδόμηση στρατιωτικών βάσεων στο Κιργιζιστάν και το Τατζικιστάν. Η Ρωσία έχει επίσης ενσωματώσει το Καζακστάν στο σύστημα αεράμυνάς της. Συγκριτικά, η Κίνα αναδύεται γρήγορα ως η κορυφαία δύναμη ενέργειας και υποδομών στην περιοχή. Η πρωτοβουλία «Μια Ζώνη - Ένας δρόμος» της χώρας βρίσκεται σε εξέλιξη και αρκετοί αγωγοί πετρελαίου και φυσικού αερίου που συνδέουν την Κίνα με τους γείτονές της στην Κεντρική Ασία λειτουργούν ήδη. Τούτου λεχθέντος και οι δυο δυνάμεις συμμετέχουν στην ασφάλεια και την οικονομική ολοκλήρωση της περιοχής, όπως αποδεικνύεται και από την παρουσία της Ευρασιατικής Οικονομικής Ένωσης με ηγέτιδα την Ρωσία και τον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης με ηγέτιδα την Κίνα.

Παρά την εξάρτησή τους από την Κίνα και τη Ρωσία, τα κράτη της Κεντρικής Ασίας εξακολουθούν να απολαμβάνουν σημαντική αυτονομία και δεν μπορούν να θεωρηθούν δορυφόροι καμίας εκ των δυο μεγάλων δυνάμεων. Η πρόσφατη αντίσταση του Καζακστάν, ενός μέλους της CSTO, στη ρωσική πίεση για την ανάπτυξη στρατευμάτων στη Συρία είναι μια τέτοια περίπτωση. Από τις πέντε χώρες της Κεντρικής Ασίας, η Κιργιζία, το Τατζικιστάν και το Καζακστάν συνδέονται στενότερα με την Κίνα και τη Ρωσία. Το Ουζμπεκιστάν και το Τουρκμενιστάν έχουν κρατήσει μεγαλύτερη απόσταση.

Η σταθερή εξάπλωση της δυναμικής κινεζικής οικονομίας σε σχέση με αυτή της Ρωσίας, κατά κανόνα θα προκαλούσε βαθιά ανησυχία στη Μόσχα. Ωστόσο, η Ρωσία φαίνεται να έχει αποδεχθεί σε μεγάλο βαθμό την πραγματικότητα της αυξανόμενης δύναμης της Κίνας - μια αποδοχή που είναι καθοριστική για τη δημιουργία μιας συμπαγούς συμμαχίας μεταξύ τους. Το Πεκίνο, από την πλευρά του, έχει απομακρυνθεί από τα ιστορικά αιτήματα της για την εξωτερική Μαντζουρία, ανοίγοντας το δρόμο για την επίλυση της μακρόχρονης συνοριακής διαμάχης με τη Μόσχα. Η Κίνα έχει επίσης εργαστεί για να διατηρήσει τον οικονομικό της ανταγωνισμό με τη Ρωσία μακριά από τον εκφυλισμό του σε πολιτικό ανταγωνισμό.

Ωστόσο, η Ρωσία εξακολουθεί να είναι επιφυλακτική με την Κίνα. Ενάντια στις επιθυμίες του Πεκίνου που έχει μακρόχρονη διαμάχη με το Νέο Δελχί, η Μόσχα υποστήριξε και διευκόλυνε την ένταξη της Ινδίας στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης. Το Κρεμλίνο επίσης διατηρεί στενούς δεσμούς με το Βιετνάμ και διατηρεί συνεχή διάλογο με την Ιαπωνία. Ωστόσο, η Ρωσία έχει επίσης έρθει σε έναν συμβιβασμό με την Κίνα για ορισμένα από αυτά τα θέματα, συμφωνώντας μεταξύ άλλων, στην ταυτόχρονη είσοδο του Πακιστάν στο μπλοκ. Επίσης περιόρισε τη συνεργασία της με το Τόκιο, καθυστερώντας τη διευθέτηση της διαμάχης για τις Κουρίλες Νήσους με την Ιαπωνία.

Αυτές οι παραχωρήσεις δείχνουν ότι η Μόσχα επιδιώκει μια στρατηγική αντιστάθμισης, κι όχι μια στρατηγική ισορροπιών. Εάν η Ρωσία προσπαθούσε πραγματικά να εξισορροπήσει τη θέση της με αυτή της Κίνας, ο ανταγωνισμός τους θα έπαιρνε σίγουρα μια διάσταση στο ζήτημα της ασφαλείας με αποτέλεσμα την αποστασιοποίηση των δυο χωρών ή στη χειρότερη περίπτωση τις συγκρούσεις μεταξύ των τοπικών τους εντολοδόχων. Έτσι, παρόλο που υπάρχει κάποια δομική ένταση μεταξύ της Κίνας και της Ρωσία και η οποία μπορεί να οδηγήσει μακροπρόθεσμα σε μια αντιπαλότητα για την ασφάλεια, οι ηγέτες τους την έχουν διαχειριστεί μέχρι στιγμής. Αυτός ο γάμος συμφέροντος πιθανώς να αποδειχτεί βιώσιμος, δεδομένων των στόχων του για δραματικό μετασχηματισμό του διεθνούς συστήματος. Ακόμη κι αν μια επίσημη συμμαχία Ρωσίας - Κίνας δεν σφυρηλατηθεί ποτέ, η ανθεκτικότητα της συνεργασίας τους την κάνει ήδη αισθητή με πολλούς τρόπους. Το γεγονός ότι οι δυο χώρες δεν αισθάνονται την ανάγκη να επισημοποιήσουν τη συμμαχία τους, επιπλέον, δείχνει ότι αυτή η άτυπη συμμαχία θα χρησιμεύσει όλο και περισσότερο ως πρότυπο για τις στρατηγικές εταιρικές σχέσεις στο μέλλον.

Οι δορυφόροι

Θα μπορούσε μια συμμαχία μεταξύ Ρωσίας και Κίνας να επεκταθεί και σε άλλα κράτη; Η χώρα που είναι πιο πιθανό να συμμετάσχει είναι το Ιράν. Ένα κράτος με βαθιά εχθρότητα προς τις ΗΠΑ και τους συμμάχους της, συμπεριλαμβανομένου του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας, το Ιράν έχει έντονη επιθυμία να ξαναγράψει τους κανόνες της σημερινής παγκόσμιας τάξης. Καθώς η κινεζική πρωτοβουλία «Μια Ζώνη - Ένας Δρόμος» απογειώνεται, οι κινεζικές επενδύσεις στο Ιράν άρχισαν να αυξάνονται. Κι αν το Ιράν και η Ρωσία έχουν τις διαφορές τους, τα συμφέροντα τους αναφορικά με την ασφάλεια ευθυγραμμίζονται τελευταία. Στον εμφύλιο της Συρίας, για παράδειγμα, έχουν συντονίσει στενά τις αεροπορικές και χερσαίες επιχειρήσεις τους τα δυο τελευταία χρόνια. Στο μεταξύ, το Ιράν θα προστεθεί στην ενεργειακή παρέα των δυο μεγάλων δυνάμεων, καλωσορίζοντας κάθε προσπάθεια μετατόπισης των παγκόσμιων αγορών ενέργειας από το δολάριο. Υπό τις παρούσες συνθήκες, το Ιράν έχει κάθε λόγο να ενισχύσει τους στρατηγικούς δεσμούς του με τη Ρωσία και την Κίνα, πολύ δε περισσότερο αφού ελκύει παγκόσμιους επενδυτές.

Το Ιράν δεν είναι ο μόνος υποψήφιος που θα μπορούσε να ενταχθεί στη σινο - ρωσική συμμαχία. Η πρωτοβουλία της Κίνας «Μια Ζώνη - Ένας Δρόμος» είναι μια δεινή «παγίδα», που εν μέρει αποσκοπεί να παρασύρει αρκετές χώρες. Μεταξύ αυτών είναι το Πακιστάν, η Μιανμάρ, το Μπαγκλαντές, η Τουρκία, η Σρι Λάνκα και η Ταϊλάνδη. Όλα αυτά τα έθνη, θεωρητικά, θα μπορούσαν να ενταχθούν στον σινο-ρωσικό πυρήνα. Ακόμα, είναι αμφίβολο, ωστόσο, το κατά πόσον οι περισσότεροι θα το κάνουν. Η Τουρκία, μέλος του ΝΑΤΟ, συνεργάστηκε στενότερα με τη Ρωσία και το Ιράν τους τελευταίους μήνες αναφορικά με τη σύγκρουση στη Συρία και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον ρωσικό ενεργειακό εφοδιασμό. Ωστόσο, η Τουρκία θα δυσκολευτεί να εγκαταλείψει τις δεσμεύσεις της έναντι του ΝΑΤΟ. Αντίθετα, πιθανότατα θα παίξει ένα παιχνίδι συναλλαγών και με τις τρεις δυνάμεις.

Στην ασιατική ήπειρο, είναι καλύτερο για το συμφέρον τόσο της Σρι Λάνκα, όσο και του Μπαγκλαντές, να μην ανταγωνίζονται τον πλησιέστερο γείτονά τους, την Ινδία, πηγαίνοντας πολύ κοντά στην Κίνα. Επιπλέον, η Μιανμάρ έχει μια πολύπλοκη ιστορία με την Κίνα, ενώ η Ταϊλάνδη είναι σύμμαχος των ΗΠΑ και πρόσφατα έχει αναζητήσει έδαφος μεταξύ της Ουάσιγκτον και του Πεκίνου. Το Πακιστάν βρίσκεται κοντά στην Κίνα εδώ και δεκαετίες διατηρώντας παράλληλα μια έντονη (αν και συναλλακτική) σχέση στα ζητήματα ασφαλείας με τις ΗΠΑ αλλά και περίπλοκους δεσμούς με το Ιράν. Αν οι σχέσεις μεταξύ Ισλαμαμπάντ και Ουάσινγκτον, καθώς και Νέου Δελχί και Πεκίνου επιδεινωθούν αισθητά, το Πακιστάν μπορεί να διαπιστώσει ότι η ευθυγράμμιση με τη Ρωσία και την Κίνα φέρνει περισσότερα οφέλη απ' ότι κόστος. Αλλά όταν όλα έχουν ειπωθεί και γίνει, κάθε προσπάθεια μετατροπής της σινο-ρωσικής συμμαχίας σε μια εκτεταμένη διεθνή συμμαχία θα αντιμετώπιζε τεράστια εμπόδια.

Στο μεταξύ, δεν πάνε όλα όπως είχαν προγραμματιστεί στο μπλοκ των ΗΠΑ. Η Νότια Κορέα, σύμμαχος της Ουάσιγκτον, αντιτάσσεται σθεναρά σε οποιαδήποτε στρατιωτική δράση των ΗΠΑ κατά της Βόρειας Κορέας. Οι σχέσεις των ΗΠΑ με έναν άλλο σημαντικό εταίρο της, την Τουρκία, επιδεινώνονται. Οι Φιλιππίνες προσπαθούν να ισορροπήσουν ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα, όπως και η Ταϊλάνδη. Η Αυστραλία δυσκολεύεται όλο και περισσότερο μεταξύ της βαθιάς οικονομικής εξάρτησής της από την Κίνα και των δεσμεύσεων της έναντι των ΗΠΑ. Έχουν ανοίξει μεγάλες διαμάχες μεταξύ των ΗΠΑ και την Ευρώπης, σχετικά με το εμπόριο, τη δράση για το κλίμα και το Ιράν. Η Ουγγαρία έχει πλησιάσει τη Ρωσία, καθώς ο λαϊκιστικός εθνικισμός - που σε ορισμένες περιπτώσεις συνοδεύεται με την υποστήριξη του Ρώσου Προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν - ανατέλλει σε όλη την ήπειρο. Έπειτα, υπάρχει η Γερμανία, για την οποία οι ΗΠΑ ανησυχούν εδώ και πολύ καιρό, ότι δεν είναι πλήρως αφοσιωμένη στην συμμαχία έναντι της Ρωσίας. Πέρα από όλα αυτά, μια εθνικιστική ανάκαμψη στην πολιτική των ΗΠΑ, έχει καταστήσει την υπερδύναμη πιο εχθρική έναντι των εμπορικών συμφωνιών και των ξένων εμπλοκών.

Από την άλλη πλευρά, οι ΗΠΑ ενισχύουν τις σχέσεις τους αναφορικά με την ασφάλεια με την Ινδία και το Βιετνάμ, βρίσκοντας έτοιμους συνεργάτες εναντίον της Κίνας και της Ρωσίας στην Ιαπωνία και την Πολωνία αντίστοιχα και απολαμβάνοντας την προοπτική ενός Ηνωμένου Βασιλείου μετά το Brexit, που θα είναι πιο εξαρτημένο από ποτέ από την Ουάσιγκτον. Με πληθυσμό άνω του ενός δισεκατομμυρίου ανθρώπων, το μέλλον της Ινδίας διαφαίνεται πομπώδες στην παγκόσμια τάξη - αλλά μόνο αν μπορέσει η χώρα να υπερβεί τις πολλές εγχώριες προκλήσεις της. Αν και η Ινδία θα μπορούσε να γίνει βασικό μέλος του μπλοκ υπό την ηγεσία των ΗΠΑ στο μέλλον, η ιστορική της αυτονομία και οι βαθιά ριζωμένες αμυντικές σχέσεις με τη Ρωσία θα μπορούσαν να περιορίσουν την προσέγγιση του Νέου Δελχί με την Ουάσιγκτον και το Τόκιο.

Σε αυτούς τους παράγοντες προστίθενται και οι (μη κρατικές) προκλήσεις για την κρατική εξουσία που προέκυψαν από τη δεκαετία του 1990 και μετά και τώρα δεν δείχνουν κανένα σημάδι υποχώρησης. Οι γίγαντες της τεχνολογίας, τα εγκληματικά δίκτυα, οι διεθνικές τρομοκρατικές ομάδες, η παγκόσμια κοινωνία των πολιτών και οι αυξανόμενες περιβαλλοντικές απειλές, αποδυναμώνουν το σύστημα των κυρίαρχων εθνών - κρατών και θα συνεχίσουν να το κάνουν τα επόμενα χρόνια.

Δυο πόλοι, μικρότεροι σε σχέση με το παρελθόν

Το αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών είναι ότι η διπολικότητα, αν και δεν είναι αναπόφευκτη, θα είναι πιθανότατα ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό του μέλλοντος. Αλλά θα είναι πολύ μειωμένη σε σύγκριση με εκείνη του Ψυχρού Πολέμου. Κάθε πλευρά, σε μια τέτοια περίπτωση, θα μπορούσε να καυχηθεί για έναν πολύ μικρότερο αριθμό βασικών μελών: τη Ρωσία, την Κίνα, πιθανώς το Ιράν και πιθανώς το Πακιστάν, από τη μία πλευρά, και τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο, τον Καναδά, πιθανώς την Ιαπωνία και την Παλαιστινιακή Ινδία και την Αυστραλία από την άλλη πλευρά.

Αν και όλες οι άλλες δυνάμεις μπορεί να κλίνουν προς μία ή την άλλη κατεύθυνση, θα έχουν επαφές και με τα δυο μπλοκ αλλά και μεταξύ τους. Ταυτόχρονα, θα υπήρχε αρκετός χώρος για μη κρατικούς παράγοντες και ρευστούς δευτερεύοντες συνασπισμούς να προσπαθήσουν να μεγιστοποιήσουν την ελευθερία τους περιορίζοντας, μεταξύ άλλων, την ένταση της διπολικότητας μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Τα βασικά κράτη θα πρέπει να δουλέψουν πολύ πιο σκληρά για να κερδίσουν ως συμμάχους τις άλλες χώρες που βρίσκονται υπό ταλάντευση κι αυτές είναι διάσπαρτες σε ολόκληρο τον κόσμο και οι συμμαχίες επί συγκεκριμένων ζητημάτων θα γίνουν ο κανόνας. Οι υφιστάμενοι θεσμοί της παγκόσμιας διακυβέρνησης είτε θα αρχίσουν να ψυχορραγούν, είτε θα συρρικνωθούν καθώς οι ανταγωνιστικοί θεσμοί με τις διαφορετικές προσεγγίσεις θα σχηματίζονται και θα κερδίζουν έδαφος.

Τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου προσέφεραν μια αμυδρή προεπισκόπηση ενός τέτοιου κόσμου. Το Κίνημα των Αδεσμεύτων και οι G-77 επηρέασαν θέματα όπως η αποαποικιοποίηση, η ξένη βοήθεια και ο αφοπλισμός, ενώ ο ΟΠΕΚ συγκλόνισε για λίγο τον κόσμο επιβάλλοντας εμπάργκο πετρελαίου. Τα κεντρικά μέλη του μπλοκ επέδειξαν περιστασιακά ριζοσπαστική αυτονομία - η σινο-σοβιετική διαίρεση του 1959, ο «κομμουνισμός του γκούλας» στην Ουγγαρία και το Γενικό Σχέδιο για την Ανατολή στη Δυτική Γερμανία, είναι μόνο μερικά παραδείγματα. Παρόλα αυτά, οι αποκλίσεις αυτές δεν υπονόμευσαν σοβαρά το παγκόσμιο σύστημα, στο οποίο κυριαρχούσαν οι δυο υπερδυνάμεις.

Σήμερα υπάρχει ένας νέος περιορισμός στην εμφάνιση μιας πραγματικής διπολικότητας: η αλληλεπίδραση της αμερικανικής και της κινέζικης οικονομίας. Οι ντετερμινιστές της αλληλεξάρτησης θα υποστηρίξουν ότι τέτοιοι δεσμοί είναι ασυμβίβαστοι με τη διπολικότητα και τελικά θα την αποτρέψουν. Ωστόσο, η περιορισμένη φύση ενός κόσμου μικρής διπολικότητας μπορεί να επιτρέψει τη συνύπαρξη των φαινομένων, αν και ανησυχητικά, όπως συνέβη στην ιδιαίτερα αλληλοεξαρτώμενη Ευρώπη πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Εναλλακτικά, οι ΗΠΑ και η Κίνα ενδέχεται να αναδιατάξουν τις αλυσίδες του εφοδιασμού τους για να μειώσουν αυτή την αλληλεξάρτηση στο πέρασμα του χρόνου. Οι τεχνολογικές εξελίξεις ήδη συρρικνώνουν αυτές τις αλυσίδες εφοδιασμού, μια τάση που θα μπορούσε να επιταχυνθεί εάν οι ΗΠΑ στραφούν περισσότερο στον προστατευτισμό.

Αν το μέλλον πάει πράγματι σε έναν μικρό διπολισμό, οι ΗΠΑ μπορεί να μην είναι έτοιμες γι' αυτό. Προκειμένου να προετοιμαστεί, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να επαναπροσδιορίσει τη στρατηγική της. Σε έναν κόσμο στον οποίο πολλές μεγάλες δυνάμεις δεν δεσμεύονται και έχουν μεγάλο βαθμό ελευθερίας, τα εργαλεία, όπως οι ανοιχτές στρατιωτικές επεμβάσεις, οι μονομερείς κυρώσεις, η εξωεδαφικότητα και η εχθρότητα στο εμπόριο θα οδηγήσουν πιθανότατα σε μειωμένες αποδόσεις. Συγκριτικά, η παροχή κινήτρων, η ενσωμάτωση, η καινοτομία και ο καθορισμός της ημερήσιας διάταξης μπορεί να είναι πιο έξυπνες και πιο αποτελεσματικές επιλογές. Οι ΗΠΑ ήταν ιστορικά πρωτοπόρες αυτών των προσεγγίσεων και μπορεί να αποδειχθούν ικανές να πείσουν και πάλι. Αλλά ίσως το πιο σημαντικό είναι ότι η υπερδύναμη θα πρέπει να επιλύσει την εσωτερική της πόλωση αν θέλει να ελπίζει ότι θα υπάρξει ένας συνεκτικός ηγέτης της διεθνούς κοινότητας. Μόνο τότε θα γίνει και πάλι, όπως το έθεσε ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρέιγκαν, «μια λαμπρή πόλη πάνω σε λόφο».