#MeToo
Η αμεσότητα του μέσου, η θυμική συμμετοχή των χρηστών του σε κάθε «μόδα», η ευκολία με την οποία δημιουργείται ένα διαδικτυακό «γεγονός» έκαναν μέσα σε λίγες ώρες το #Metoo παγκόσμιο φαινόμενο

Πριν γίνει ένα από τα πλέον επιτυχημένα hashtags των κοινωνικών δικτύων, με 4,7 εκατ. αναρτήσεις στο Facebook μόνο το πρώτο 24ωρο και 825.000 tweets στις δύο πρώτες μέρες χρήσης του, το #MeToo ήταν ένα μάλλον άσημο «κίνημα» με σκοπό την ενδυνάμωση των νεαρών έγχρωμων γυναικών, το οποίο ίδρυσε το 2006 η ακτιβίστρια Ταμάρα Μπερκ. Σχεδόν τετραπλάσια είναι τα χρόνια που ο Χάρβεϊ Γουάινστιν υπήρξε το όχι και τόσο «μικρό σκοτεινό μυστικό» του Χόλιγουντ. Κάποιες από τις δεκάδες γυναίκες που πρόσφατα τον κατήγγειλαν δημόσια για σεξουαλική παρενόχληση ή βιασμό αναφέρονταν σε περιστατικά που συνέβησαν στα τέλη της δεκαετίας του 1970, την εποχή που ο Γουάινστιν ίδρυε μαζί με τον αδερφό του Μπομπ την εταιρεία παραγωγής ταινιών Miramax. Για σαράντα χρόνια, ο εξαιρετικά επιτυχημένος κινηματογραφικός παραγωγός παρενοχλούσε ή υποχρέωνε σε σεξουαλική συνεύρεση ηθοποιούς και μοντέλα και εξασφάλιζε τη σιωπή όχι μόνο των θυμάτων του αλλά και πολλών ανδρών και γυναικών συνεργατών του. Μέσα σε λιγότερο από δύο μήνες, το πέπλο της σιωπής που τον προστάτευε έγινε κομμάτια - και όχι μόνο γι' αυτόν.

Ακολούθησε ένας κατακλυσμός επώνυμων καταγγελιών γυναικών (και κάποιων ανδρών) ενάντια σε ισχυρούς και διάσημους σταρ του σινεμά και της τηλεόρασης, της πολιτικής, των μίντια, της γαστριμαργίας, των χρηματοοικονομικών... Τις τελευταίες μέρες, ο διεθνής έντυπος και ηλεκτρονικός Τύπος δημοσιεύει και διαρκώς ανανεώνει δύο λίστες: από τη μία οι διάσημοι θύτες, από την άλλη τα επίσης διάσημα θύματα. Και στις δύο απαριθμούνται λεπτομερώς οι καταδικαστέες πράξεις, αλλά και οι συνέπειες: παραιτήσεις, απολύσεις, συμβόλαια που σπάνε, ταινίες και σειρές που ματαιώνονται, προεκλογικές εκστρατείες που τελειώνουν άδοξα.

Ο Τραμπ και τα κοινωνικά δίκτυα

Για πολλούς αναλυτές, το σημείο-κλειδί για τις πρόσφατες καταγγελίες ακούει στο όνομα Ντόναλντ Τραμπ. Ο σεξισμός, μαζί με τον ρατσισμό και την ομοφοβία υπήρξαν από τα προνομιακά θέματα του αντι-Τραμπ κινήματος στις ΗΠΑ. Η πορεία των γυναικών με τα ροζ σκουφιά τον περασμένο Ιανουάριο στην Ουάσιγκτον ξεκίνησε ως αντίδραση σε ένα βίντεο όπου ο νυν Πρόεδρος των ΗΠΑ δήλωνε ότι το να είσαι σταρ σου δίνει το δικαίωμα ακόμη και να χουφτώνεις τα γεννητικά όργανα των γυναικών. Το «δημοκρατικό» και φιλελεύθερο Χόλιγουντ έσπευσε να εκφράσει τον αποτροπιασμό του. Δυστυχώς, όμως, γι' αυτό, βρέθηκε ταχύτατα από τη θέση του κατήγορου στη θέση του κατηγορούμενου.

Ούτε οι Δημοκρατικοί γλίτωσαν από τις σχετικές καταγγελίες. Αναμενόμενο άλλωστε για ένα κόμμα από τις τάξεις του οποίου πέρασε ο Μπιλ Κλίντον. Ο ίδιος ο Γουάινστιν χρηματοδοτούσε τις προεκλογικές καμπάνιες πολλών Δημοκρατικών υποψηφίων (της Κλίντον και του Ομπάμα συμπεριλαμβανομένων), που σήμερα επιστρέφουν σε φιλανθρωπίες τα χρήματα που έλαβαν από τον ισχυρό μέχρι χθες παραγωγό. Κάποιοι από αυτούς, όπως ο Αλ Φράνκεν, βρέθηκαν γρήγορα αντιμέτωποι με παρόμοιες κατηγορίες.

Η υπόθεση βέβαια δεν θα είχε πάρει αυτές τις διαστάσεις χωρίς τα κοινωνικά δίκτυα. Η αμεσότητα του μέσου, η θυμική συμμετοχή των χρηστών του σε κάθε «μόδα», η ευκολία με την οποία δημιουργείται ένα διαδικτυακό «γεγονός» έκαναν μέσα σε λίγες ώρες το #Metoo παγκόσμιο φαινόμενο, αναδεικνύοντας ταυτοχρόνως το γεγονός ότι σχεδόν κάθε γυναίκα έχει υπάρξει τουλάχιστον μία φορά στη ζωή της θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης ή και κακοποίησης.

Η συστηματική κριτική της πατριαρχίας

Τα κοινωνικά δίκτυα δημιουργούν μόδες που γρήγορα ξεχνιούνται, θα αντιτάξει κανείς και εύλογα. Η εικόνα του μικρού Αϊλάν και το σχετικό hashtag κατέκλυσαν το Διαδίκτυο πριν από περίπου δυόμισι χρόνια, ελάχιστα όμως άλλαξαν τη δεινή κατάσταση των προσφύγων και η Μεσόγειος εξακολουθεί να ξεβράζει πτώματα. Πέρα όμως από τις θυμικές αντιδράσεις, στην περίπτωση της σεξουαλικής παρενόχλησης υπάρχει κάτι βαθύτερο και αυτό είναι η συστηματική κριτική στον καθημερινό σεξισμό και στην πατριαρχία που ασκεί τις τελευταίες δεκαετίες η ακαδημαϊκή κοινότητα αλλά και το ακτιβιστικό κίνημα. Κριτική που ακούστηκε τα τελευταία χρόνια σε πολλά κοινοβούλια του αναπτυγμένου κόσμου ενώ ψηφίζονταν νομοσχέδια ενάντια σε κάθε είδους σεξουαλικές διακρίσεις.

Θέλοντας να συμβαδίζουν με το πνεύμα της εποχής, οι μεγάλες εταιρείες διαφημίζουν (υποκριτικά ίσως) την κοινωνική ευαισθησία τους. Πριν οι κινηματογραφικοί κολοσσοί σπάσουν τα συμβόλαιά τους με τον Κέβιν Σπέισι ή τον Λούις Σ.Κ., ο Τράβις Καλάνικ αναγκαζόταν να παραιτηθεί από τη θέση τού διευθύνοντος συμβούλου της διαβόητης Uber έπειτα από καταγγελίες για σεξιστική συμπεριφορά. Θα ήταν άλλωστε αστείο σε έναν κόσμο που προβλέπει ποινές για το manspreading, το απρεπές άπλωμα του ανδρικού σώματος στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, να μην έχουν συνέπειες για τους δράστες τους ο βιασμός ή η ακραία σεξουαλική παρενόχληση.

Αντιδράσεις προφανώς και υπάρχουν. Από τον ύποπτο «φόβο» κάποιων ότι η «πολιτική ορθότητα» θα εξαφανίσει τον «ερωτισμό» της καθημερινής ζωής ή τη σωστή εν μέρει διαπίστωση ότι πολλά από τα καταγγελλόμενα συνέβησαν σε έναν άλλο κόσμο, σε μια άλλη εποχή, μέχρι τις δυσοίωνες προβλέψεις ότι το #MeToo θα σημάνει οπισθοδρόμηση για το φεμινιστικό κίνημα.

Το «σκάνδαλο Γουάινστιν» και ο πρόσφατος θάνατος του Χιου Χέφνερ θα μπορούσαν να θεωρηθούν οι τίτλοι τέλους μιας σεξουαλικής επανάστασης που δεν κατάφερε να εξαλείψει τον σεξισμό της καθημερινής ζωής, αντιθέτως χρησιμοποιήθηκε συχνά για να νομιμοποιήσει τη σεξουαλική βία και την εκμετάλλευση των γυναικών. Μένει να αποδειχτεί αν αυτή τη φορά η πλάστιγγα θα γείρει προς την πλευρά του αναδυόμενου νεοπουριτανισμού ή θα καταφέρει να διαρρήξει το δίχτυ της συνένοχης σιωπής και ανοχής στον σεξισμό και στην καθημερινή επιτέλεση της ανδρικής κυριαρχίας.