Ράτκο Μλάντιτς
Ρωσικό ΥΠΕΞ: Πολιτικοποιημένη και προκατειλημμένη η καταδικαστική απόφαση κατά του Ράτκο Μλάντιτς
Η καταδίκη, την Τετάρτη, του Ράτκο Μλάντιτς, πρώην αρχηγού των σερβικών δυνάμεων της Βοσνίας κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στην Γιουγκοσλαβία, το πρώτο μισό της 10ετίας του '90, σε ισόβια, για γενοκτονία και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία, αποτελεί ένα είδος «τελευταίου μέρους» της πολιτικής και δικαστικής «τριλογίας» εναντίον της «τριάδας» της σερβικής πλευράς του πολέμου, Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, Ράντοβαν Κάρατζιτς και Ράτκο Μλάντιτς, εκ μέρους της Δύσης.

Όπως ανέφερε στην απόφασή του το δικαστήριο, ο Μλάντιτς υπήρξε μέλος μίας «κοινής εγκληματικής επιχείρησης» που είχε ως σκοπό τη δίωξη των μη Σέρβων στη Βοσνία. Είχε την πρόθεση της εξόντωσης του μουσουλμανικού πληθυσμού της Σρεμπρένιτσα και συνέβαλε σημαντικά στη γενοκτονία στη Σρεμπρένιτσα με τις σφαγές του 1995. Ο Μλάντιτς, όπως επισημαίνεται χαρακτηριστικά στην απόφαση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, «συνέβαλε αποφασιστικά» στα εγκλήματα πολέμου που διαπράχθηκαν στη Σρεμπρένιτσα και είχε ρόλο κλειδί στα εγκλήματα πολέμου στο Σαράγεβο διευθύνοντας «προσωπικά» την επιχείρηση βομβαρδισμού της πρωτεύουσας της Βοσνίας.

Ανεξάρτητα από την δικαστική συνέχεια της υπόθεσης - η υπεράσπιση δήλωσε ότι θα ασκήσει έφεση - η καταδίκη του 75χρονου πρώην στρατηγού αναπόφευκτα λαμβάνει πολιτικές διαστάσεις. 'Αλλωστε, η νομιμότητα του ίδιου του Διεθνούς Ποινικού Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία, καθώς και η αντικειμενικότητά του, δεν είναι λυμένο ζήτημα, επισήμως, για χώρες όπως η Ρωσία και η Σερβία, οι οποίες ασκούν κριτική για μη αντικειμενική αντιμετώπιση όλων των πλευρών της αιματηρής σύγκρουσης. Σχετικές ενστάσεις έχει καταθέσει πολλάκις η Ρωσία μέσω του μόνιμου αντιπροσώπου της στο Συμβούλιο Ασφάλειας του ΟΗΕ. Το κυριότερο επιχείρημα αυτής της κριτικής είναι, ότι βάσει των στοιχείων μέχρι και το 2012, το 60% των κατηγορουμένων ήταν Σέρβοι - Μαυροβούνιοι, 18% Κροάτες και 6% Βόσνιοι και Αλβανοί. Επίσης, όπως έχει επισημάνει η Μόσχα και το Βελιγράδι, οι Σέρβοι καταδικάζονται με βαρύτερες ποινές για τις ίδιες κατηγορίες εναντίον υποδίκων άλλων εθνοτήτων. Ο ίδιος ο Μλάντιτς, σχολιάζοντας την απόφαση του δικαστήριου, ισχυρίστηκε ότι «η δικαιοσύνη χρησιμοποιήθηκε ως μέσο αντισερβικής προπαγάνδας» και ότι αυτά τα «ψέμματα» αποτελούν μια «προσπάθεια να φορτωθεί κάθε έγκλημα στην σερβική πλευρά».

Πράξη δικαιοσύνης ή ανταλλάγματος;

Την πολιτική διάσταση της υπόθεσης Μλάντιτς ανέδειξε, έστω και «στρογγυλεμένα», ο πρόεδρος της Σερβίας Αλεξάνταρ Βούτσιτς, σχολιάζοντας την καταδίκη του Μλάντιτς. Ο Βούτσιτς κάλεσε τους πολίτες της Σερβίας «να μην σκύβουν το κεφάλι και πνίγονται στα δάκρυα αλλά να κοιτούν το μέλλον και πως θα εξασφαλίσουν την ειρήνη και τη σταθερότητα για τις επόμενες γενιές». Ο Σέρβος πρόεδρος, αν και απέφυγε ευθέως να σχολιάσει την απόφαση του δικαστηρίου, τόνισε ότι τα θύματα των Σέρβων δεν αντιμετωπίζονται με τον ίδιο σεβασμό όπως τα θύματα των άλλων εθνικών κοινοτήτων. «Πρέπει να αφήσουμε το παρελθόν πίσω μας και να κοιτάξουμε το μέλλον» σχολίασε από την πλευρά της η πρωθυπουργός της Σερβίας, Άνα Μπέρναμπιτς.

Ο εκπρόσωπος των Σέρβων στο συλλογικό προεδρείο της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, Μλάντεν Ίβανιτς χαρακτήρισε πολιτική την απόφαση, και ανέφερε ότι ενώ στους Σέρβους κατηγορούμενους, μέχρι σήμερα, επιβλήθηκαν ποινές, συνολικά, πέντε φορές ισόβια και 750 χρόνια φυλακής, σε όλους τους άλλους επιβλήθηκαν, συνολικά, μόνο 50 χρόνια φυλακής. Από την πλευρά του, ο αντιπρόεδρος της σερβικής κυβέρνησης, Ράσιμ Λιάγιτς, ο οποίος προέρχεται από την βοσνιακή μειονότητα, τόνισε ότι η καταδίκη του Μλάντιτς αποτελεί μερική ικανοποίηση για τις οικογένειες των θυμάτων αλλά δεν θα οδηγήσει στη συμφιλίωση αφού ο καθένας θα την ερμηνεύει με εθνικά κριτήρια.

Η «χλιαρή» αντίδραση της σερβικής κυβέρνησης δεν πρέπει να εκπλήσσει, αφού οι εκκλήσεις να «ξεπεραστεί» το παρελθόν είναι, ουσιαστικά, η ρητορική έκφανση ενός ισχυρού τμήματος της Σερβικής κοινωνίας που έχει συνδέσει το οικονομικό και πολιτικό μέλλον της με την Δύση, οικοδομώντας όμως ταυτόχρονα και προνομιακές σχέσεις με την Ρωσία του Πούτιν. Η αίσθηση ότι η σύλληψη του Μλάντιτς τον Μάιο του 2011, στο χωριό Λαζάρεβιτς της βορειοανατολικής Σερβίας, σε απόσταση 100 χλμ. από το Βελιγράδι, από τις σερβικές αρχές, έπειτα από 16 χρόνια ανθρωποκυνηγητού, αποτέλεσε ένα είδος «δώρου» της Σερβίας προς την Δύση, ένα δείγμα «καλών προθέσεων» στην προσπάθειά της, ιδιαίτερα τότε, να ενταχθεί στην ΕΕ και να εξασφαλίσει δανεισμό από τις ΗΠΑ και το ΔΝΤ, προκύπτει και από τις δηλώσεις της τότε σερβικής ηγεσίας.

Ο τότε πρόεδρος της Σερβίας, Μπόρις Τάντιτς πανηγύρισε κηρύσσοντας τον τερματισμό «μιας δύσκολης περιόδου της ιστορίας μας», προσθέτοντας ότι μετά απ' αυτήν την εξέλιξη «πλέον δεν αμαυρώνεται η φήμη της Σερβίας», αφού «θα αυξηθεί η ηθική αξιοπιστία της χώρας στη διεθνή αρένα». Ο τότε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της ΕΕ Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, σαν να «απαντούσε» στον Τάντιτς, είδε ένα «σημαντικό βήμα» για την ένταξη της Σερβίας στην ΕΕ.

Υπάρχουν όμως και κάποιες αξιοσημείωτες συμπτώσεις: Την μέρα που συνελήφθη ο Μλάντιτς , είχε προγραμματιστεί στο Βελιγράδι συνάντηση της τότε Υπατης Εκπροσώπου της ΕΕ για την Εξωτερική Πολιτική, Κάθριν Αστον, με τον Σέρβο πρόεδρο Μπόρις Τάντιτς για θέματα που αφορούσαν στην ενταξιακή πορεία της ΕΕ και το «διάλογο» Βελιγραδίου - Πρίστινας στις Βρυξέλλες. Τότε ο Τάντιτς είχε δηλώσει, ότι «η Σερβία είναι σε θέση να εκπληρώσει επιτυχώς όλες τις απαιτήσει του Διεθνούς Δικαστηρίου για την Πρώην Γιουγκοσλαβία, μέσα στα χρονοδιαγράμματα που προβλέπονται για να λάβει το καθεστώς της υποψήφιας προς ένταξη στην ΕΕ χώρας και πριν από την έναρξη των σχετικών διαπραγματεύσεων».

Αξίζει να σημειωθεί εδώ, ότι ελάχιστες εβδομάδες πριν την σύλληψη του Μλάντιτς και τις αμοιβαίες αβρότητες μεταξύ Σερβίας και ΕΕ, τον Απρίλιο του 2011, το Διεθνές Δικαστήριο καταδίκασε δύο πρώην Κροάτες στρατηγούς, τον Αντε Γκοτόβινα, σε 24 χρόνια φυλάκιση και τον Μλάντεν Μάρκατς, σε 18 χρόνια, για εγκλήματα πολέμου και εθνοκάθαρση που έλαβε χώρα εναντίον των Σέρβων της Κράινα το 1995. Ωστόσο, τον Νοέμβριο του 2012, πολύ μετά δηλαδή την σύλληψη του Μλάντιτς, η καταδικαστική απόφαση ακυρώθηκε λόγω «μη απόδειξης ενοχής» και οι πρώην στρατηγοί απελευθερώθηκαν. Η σερβική κυβέρνηση ενοχλήθηκε και διαμαρτυρήθηκε σφόδρα, υποβιβάζοντας, σε αντίποινα, την συνεργασία της με το δικαστήριο, στο απολύτως στοιχειώδες «τεχνικό επίπεδο».

Να σημειωθεί επίσης, ότι σύμφωνα με τα WikiLeaks, οι ρωσικές μυστικές υπηρεσίες γνώριζαν πού βρισκόταν ο Μλάντιτς, αλλά το έκρυβαν από τους δυτικούς. Η σύλληψη και η παράδοση του Μλάντιτς στο δικαστήριο προκάλεσε μαζικές διαμαρτυρίες τόσο στην Σερβία, όσο και στο σερβικό τμήμα της Βοσνίας, με τον Τάντιτς να χαρακτηρίζεται από τους διαδηλωτές ως «προδότης». Άλλωστε ο «χασάπης των Βαλκανίων», όπως τον αποκαλούν στην Δύση, από ένα μεγάλο μέρος της σερβικής κοινωνίας αντιμετωπίζεται ως «ήρωας». Σύμφωνα με έρευνες της κοινής γνώμης στην Σερβία το 2009 και 2010, ένα ποσοστό που κυμαίνεται από 65% έως 78% ήταν εναντίον της παράδοσης του Μλάντιτς στην Χάγη.

Από παρτιζάνος κατά των SS, επικεφαλής των Σερβοβόσνιων στο Σεράγεβο

Ο Ράτκο Μλάντιτς γεννήθηκε στις 12 Μαρτίου του 1942 στο χωριό Μποζάνοβιτσι, στην Βοσνία - Ερζεγοβίνη. Κατά την διάρκεια της ναζιστικής κατοχής, ο πατέρας του πολέμησε στην Αντίσταση ως επικεφαλής παρτιζάνικου τμήματος. Σκοτώθηκε λίγο πριν το τέλος του πολέμου, το 1945, σε μάχη με κροατικά SS.

Η οικογένεια μετακόμισε στο Βελιγράδι, όπου ο Ράτκο Μλάντιτς φοίτησε στην στρατιωτική ακαδημία και υπηρέτησε ως αξιωματικός στον γιουγκοσλαβικό στρατό. Το 1964 έγινε μέλος του γιουγκοσλαβικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Την Ανοιξη του 1992, η Βοσνία - Ερζεγοβίνη διακήρυξε την ανεξαρτησία της από την Γιουγκοσλαβία. Οι Σέρβοι της Βοσνίας αρνήθηκαν να την αναγνωρίσουν και ξεκίνησε ο εμφύλιος. Ο Μλάντιτς ανέλαβε επικεφαλής του επιτελείου των Σερβοβοσνίων με έδρα το Σεράγεβο.

Η σφαγή στην Σρεμπρένιτσα

Ο Μλάντις, επικηρύχθηκε το 1996, ως διοικητής του στρατού των Σερβοβοσνίων που επιτέθηκε στις 6 Ιουλίου του 1995 στην Σρεμπρένιτσα, πόλη - θύλακα των Βόσνιων Μουσουλμάνων. Από τις 11 μέχρι τις 19 Ιουλίου, εξοντώθηκαν 7 έως 8 χιλιάδες άνδρες μουσουλμάνοι, ενώ 36.000 γυναικόπαιδα εκδιώχθηκαν από την πόλη και μεταφέρθηκαν με λεωφορεία σε περιοχές ελεγχόμενες από μουσουλμανικές δυνάμεις. Οι ομαδικοί τάφοι αποκαλύπτουν το μέγεθος της σφαγής που συντελέστηκε.

Η εκδοχή της σερβικής πλευράς εμφάνισε εξαρχής το έγκλημα ως προβοκάτσια των μουσουλμάνων με τους δυτικούς. Αργότερα, το 2002, κατά την διάρκεια της δίκης του, ο Μιλόσεβιτς ισχυρίστηκε μάλιστα ότι οι σφαγές χιλιάδων μουσουλμάνων στο θύλακα της Σρεμπρένιτσα τον Ιούλιο του 1995 ήταν το αποτέλεσμα συμφωνίας που είχε κάνει ο Μπερνάρ Ζανβιέ, τότε Γάλλος στρατηγός επικεφαλής δύναμης κυανοκράνων του ΟΗΕ, με ηγετικά στελέχη των Βόσνιων Μουσουλμάνων με προφανή στόχο μία «τρομερή προβοκάτσια» που «θα ταρακουνούσε τη διεθνή κοινότητα και θα την έκανε να συναινέσει στις μετέπειτα ΝΑΤΟικές αεροπορικές επιδρομές κατά των Βόσνιων Σέρβων».

Στο παιχνίδι της αμφισβήτησης μπαίνουν και οι Ρώσοι. Σε δηλώσεις της στο Russia Today, η καθηγήτρια του Κρατικού Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων της Μόσχας, Γελένα Πονομαριόβα, η σερβική πολιτική ηγεσία, με την παράδοση του Μλάντιτς «έκανε μια επιλογή προς όφελος της ευρω-ατλαντικής ενσωμάτωσης». «Μια δίκαιη έρευνα των γεγονότων που έλαβαν χώρα την 10ετία του '90, θα ανέτρεπε ολοκληρωτικά τις αποφάσεις που λαμβάνονται στο εν λόγω δικαστήριο. Το Διεθνές Δικαστήριο για την Πρώην Γιουγκοσλαβία, είναι μια δομή που κατασκευάστηκε για την καταδίκη ενός λαού: Των Σέρβων».

Και έτσι, για πολλοστή φορά, με το αίμα των αμάχων, συνεχίζεται ένα ευρύτερο γεωπολιτικό παιχνίδι, οι παίκτες του οποίου - κάθε πλευράς - το τελευταίο για το οποίο ενδιαφέρονται είναι η αλήθεια...