νατο
Οι ίδιες χώρες που πανηγύριζαν όταν η Γιουγκοσλαβία και η Σοβιετική Ένωση διαλύονταν και επέμεναν σε ένα «ανεξάρτητο Κοσσυφοπέδιο» καταγγέλλουν τώρα ότι την κήρυξη ανεξαρτησίας της Καταλονίας ως απαράδεκτη. Αλλά αυτοί είναι που έγραψαν, τότε, τους κανόνες, που ακολουθούν, τώρα, οι Καταλανοί.

Την περασμένη Παρασκευή, το κοινοβούλιο της Καταλονίας κήρυξε την ανεξαρτησία της περιοχής από την Ισπανία. Η Μαδρίτη αρνήθηκε να την αναγνωρίσει και ενεργοποίησε το άρθρο 155 του ισπανικού Συντάγματος αναλαμβάνοντας τη διακυβέρνηση της περιοχής, που διαθέτει έκταση ίση με το Βέλγιο.

Το καταλανικό κοινοβούλιο και η κυβέρνηση αποπέμφθηκαν και ο Ισπανός πρωθυπουργός Μαριάνο Ραχόι προκήρυξε εκλογές για τις 21 Δεκεμβρίου.

Στο πλευρό του τάχθηκε η ΕΕ και ξεχωριστά Γαλλία, Βρετανία και Γερμανία αντέδρασαν κατά της ανεξαρτησίας της Καταλονίας και υπέρ της εδαφικής ακεραιότητας της Ισπανίας. Μαζί τους και η Ουάσιγκτον, με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ να δηλώνει ότι «η Καταλονία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της Ισπανίας».

Το ΝΑΤΟ, του οποίου η Ισπανία είναι μέλος, ανακοίνωσε ότι «το θέμα της Καταλονίας είναι ένα εγχώριο ζήτημα το οποίο πρέπει να επιλυθεί στο πλαίσιο της συνταγματικής τάξης της Ισπανίας».

Πόσο διαφορετικά αντέδρασε σε σύγκριση με το 1999, όταν όλες οι χώρες της Συμμαχίας αποφάσισαν ότι το Κοσσυφοπέδιο δεν ήταν «εγχώριο ζήτημα» ή «αναπόσπαστο μέρος» της Σερβίας και έπρεπε το ΝΑΤΟ να διεξάγει πόλεμο για να εξασφαλίσει την απόσχισή του!


Ή το 2008, όταν η προσωρινή αλβανική κυβέρνηση στην κατεχόμενη σερβική επαρχία κήρυξε ανεξαρτησία και όλες αυτές οι χώρες την αναγνώρισαν αμέσως - και πίεζαν και άλλους να το κάνουν.

Την αντιφατική στάση τους θύμισε ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν στις 19 Οκτωβρίου στη «Λέσχη Συζητήσεων του Βαλντάι» σημειώνοντας ότι «σε κάποιο σημείο επικρότησαν ή βοήθησαν στην αποσύνθεση πολλών κρατών στην Ευρώπη, τη δεκαετία του 90, χωρίς να κρύβουν τη χαρά τους».

Η αλήθεια είναι ότι θέση τους για την ανεξαρτησία δεν είναι αξιακή, αλλά ευκαιριακή.

Τον Μάρτιο του 1991, η μεγάλη πλειοψηφία (113 εκατομμύρια) ή αλλιώς 77% των κατοίκων της Σοβιετικής Ένωσης ψήφισε υπέρ της διατήρησής της.

Παρόλα αυτά, τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, ο Ρώσος ηγέτης Μπόρις Γέλτσιν, που υποστηρίχθηκε από τις ΗΠΑ, συναντήθηκε με τους ομολόγους του στο Μινσκ και το Κίεβο (Συμφωνίες Belavezha) για να αποσυνδέσει την ΕΣΣΔ κατά μήκος των κομμουνιστικών συνόρων των δημοκρατιών της.

Χωρίς ανάλογη συμφωνία στη Γιουγκοσλαβία, η προσπάθεια της Κροατίας να διεκδικήσει εθνικά σέρβικα εδάφη στα σύνορά της οδήγησε σε ανοιχτό πόλεμο κι ένα σώμα «Ευρωπαίων δικηγόρων» κήρυξε τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας τον Ιανουάριο του 1992.

Επιπλέον ενώ η Ρωσία αναγνωρίστηκε ως διάδοχος της ΕΣΣΔ, η Δύση αρνήθηκε να θεωρήσει τη Σερβία και το Μαυροβούνιο ως διάδοχους στη Γιουγκοσλαβία, δηλώνοντας ότι θα πρέπει να υποβάλουν εκ νέου αίτηση αναγνώρισης, παρόλο που η επίσημη ανεξαρτησία τους προηγήθηκε οποιασδήποτε άλλης δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας κατά 40 χρόνια. Αν και η Γιουγκοσλαβία ήταν ένα από τα ιδρυτικά μέλη του ΟΗΕ, η ιδιότητα του μέλους ανακλήθηκε.

Η ξεροκεφαλιά των Δυτικών δυνάμεων στα αυθαίρετα σύνορα που επεξεργάστηκε η Κομμουνιστική Κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας - η μόνη κληρονομιά που τους ένοιαζε να διατηρήσουν - τροφοδότησε τον πόλεμο και τις φρικαλεότητες.

Ωστόσο, το 1999, όταν η Ουάσιγκτον αποφάσισε να συντρίψει με τη βία τα τελευταία απομεινάρια της Γιουγκοσλαβίας, ο κανόνας για τα ιερά σύνορα των δημοκρατιών της εγκαταλείφθηκε απότομα, καθώς το ΝΑΤΟ κατέλαβε ένα μέρος της Σερβίας και θέλησε να το καταστήσει ξεχωριστό αλβανικό κράτος.

Το κύριο επιχείρημα των υπευθύνων για την ανεξαρτησία ήταν ότι η Σερβία κατά κάποιον τρόπο «απώλεσε» το δικαίωμά της στο Κοσσυφοπέδιο με την καταπίεση και την φερόμενη διάπραξη γενοκτονίας κατά των Αλβανών.

Τον Μάρτιο του 2004, δεκάδες χιλιάδες Αλβανοί σε όλη την επαρχία για αρκετές ημέρες, σκότωναν Σέρβους, λεηλατούσαν και έκαιγαν τα σπίτια και τις εκκλησίες τους.

Οι περισσότερες ειρηνευτικές δυνάμεις του ΝΑΤΟ δεν αντέδρασαν. Ένας ναύαρχος του ΝΑΤΟ κάλεσε το πογκρόμ «εθνοκάθαρση», ενώ ένας αξιωματούχος του ΟΗΕ το σύγκρινε με το 1938 «Kristallnacht» (τη νύχτα των Κρυστάλλων) στη ναζιστική Γερμανία. Ωστόσο, μεγάλο μέρος του δυτικού σχολιασμού και του πολιτικού προσωπικού δεν το είδε αυτό, καθώς οι Αλβανοί δεν «απώλεσαν» την αξίωσή τους - όπως οι Σέρβοι, αλλά, αντιθέτως, το Κοσσυφοπέδιο απαίτησε την ανεξαρτησία αμέσως!

Αυτό επιτεύχθηκε το 2008, σε ανοιχτή παραβίαση του ψηφίσματος 1244 του ΟΗΕ. Οι ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και το μεγαλύτερο μέρος της ΕΕ το επέτρεψε, μόνο πέντε μέλη της ΕΕ αρνήθηκαν να ακολουθήσουν αυτή την παραβατικότητα: η Κύπρος, η Ελλάδα, η Ρουμανία, η Σλοβακία και η Ισπανία.

Η Ουάσινγκτον εξακολουθεί να επιμένει πεισματικά ότι το Κοσσυφοπέδιο ήταν μια «μοναδική περίπτωση», επιδιώκοντας έτσι να δικαιολογήσει τις κατάφωρα παράνομες ενέργειες της στη Γιουγκοσλαβία - και αργότερα στο Ιράκ, τη Λιβύη και τη Συρία.

Στη Σερβία, ο πρωθυπουργός βλέπει δύο μέτρα και δύο σταθμά στην απόρριψη της ανεξαρτησίας της Καταλονίας, ενώ ο υπουργός Εξωτερικών επαναφέρει στο τραπέζι την απόσχιση του βόρειου Κοσόβου, όπου ζουν 120.000 Σέρβοι.

Στη Βοσνία, η «Ρεπούμπλικα Σέρπσκα» προειδοποιεί ότι θα θέσει σε δημοψήφισμα τη «στρατιωτική της ουδετερότητα» αν οι Μουσουλμάνοι και οι Κροάτες ενταχθούν στο ΝΑΤΟ.

Η Δύση γενικότερα θέλει να αναδειχτεί ως ο θεματοφύλακας του διεθνούς δικαίου και τάξης, αλλά στην πραγματικότητα είναι μια αυτοκρατορία του χάους. Αυτό το χάος επέβαλε το Κοσσυφοπέδιο και τώρα πάνω στα βήματά του βαδίζει η Καταλονία και ένας ο Θεός μόνο ξέρει πόσες άλλες περιοχές ακολουθήσουν αύριο.

Στις Βρυξέλλες, πολιτικοί όπως ο επίτροπος προϋπολογισμού Γκίντερ Έτινγκερ και ο πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων του Ευρωκοινοβουλίου Έλμαρ Μπροκ μιλούν για «κίνδυνο εμφυλίου πολέμου» στην Ευρώπη με αφορμή την Καταλονία, παρόλο που ο κίνδυνος είναι πολύ μικρότερος σε σχέση με τα όσα συνέβησαν στη Γιουγκοσλαβία ή στην Ουκρανία, μετά την απόσχιση της Κριμαίας που επανενώθηκε με τη Ρωσία.