τροχαίο
Πέραν της προσεκτικής οδήγησης, το μοναδικό πράγμα που δρούσε προστατευτικά απέναντι στα τροχαία ήταν η παρουσία ενός παιδιού στο αυτοκίνητο, η οποία σχετίσθηκε με μείωση κατά 50% του κινδύνου.
Οι οδηγοί διατρέχουν σχεδόν δεκαπλάσιο κίνδυνο τροχαίου όταν πιάνουν το τιμόνι θυμωμένοι, λυπημένοι, κλαίγοντας ή σε οποιαδήποτε κατάσταση έντονης συναισθηματικής φόρτισης, προειδοποιούν επιστήμονες από τις ΗΠΑ.

Επιπλέον, υπερδιπλασιάζουν τον κίνδυνο τροχαίου όταν ασχολούνται με δραστηριότητες που τους αναγκάζουν να πάρουν τα μάτια τους από τον δρόμο (όπως το να απαντήσουν στο κινητό, να διαβάσουν ή να γράψουν ένα SMS ή να γράψουν πληροφορίες στο GPS).

Δυστυχώς, αυτού του είδους οι δραστηριότητες είναι απελπιστικά συχνές: κατά μέσον όρο τους αφιερώνουμε το 50% του συνολικού χρόνου της οδήγησης!

Τα στοιχεία αυτά προέρχονται από τη μεγαλύτερη μελέτη του είδους, στην οποία περισσότεροι από 3.500 άνθρωποι, ηλικίας 16 έως... 98 ετών (!) δέχτηκαν να τοποθετηθούν κάμερες, μικρόφωνα και αισθητήρες στα αυτοκίνητά τους, για να καταγράφεται επί 2 χρόνια κάθε κίνηση που έκαναν μέσα σε αυτά σε κάθε διαδρομή τους, οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας ή του χρόνου.

Με αυτό τον τρόπο οι ερευνητές είδαν με τα μάτια τους τι ακριβώς συνέβη κάθε μία από τις συνολικώς 905 φορές που οι εθελοντές τους ενεπλάκησαν σε τροχαίο με τραυματισμό ή/και υλικές ζημιές.

Όπως γράφουν στην επιθεώρηση Proceedings of the National Academy of Sciences (PNAS), η ανάλυση των δεδομένων που συνέλεξαν έδειξε, μεταξύ άλλων, ότι τα εξής:

* Το σχεδόν 90% των ατυχημάτων οφειλόταν σε κάτι που έκαναν οι οδηγοί (π.χ. λάθος κατά την οδήγηση, απόσπαση προσοχής από το δρόμο, κόπωση, κακή κρίση)

* Οι «συναισθηματικοί οδηγοί», δηλαδή όσοι οδηγούσαν εμφανώς θυμωμένοι, λυπημένοι ή συγχυσμένοι, είχαν σχεδόν πενταπλάσιες πιθανότητες τροχαίου απ' ό,τι όσοι μιλούσαν στο κινητό τους και 9,8 φορές περισσότερες πιθανότητες τροχαίου σε σύγκριση με τους υποδειγματικούς οδηγούς.

* Η οδήγηση υπό την επήρεια συναισθημάτων δεν είναι σπάνια, αφού παρατηρήθηκε σε μία στις 500 διαδρομές.

* Η ομιλία στο κινητό σχεδόν διπλασίαζε τον κίνδυνο τροχαίου, η συγγραφή SMS τον εξαπλασίαζε και η περιήγηση στο κινητό τον αύξανε κατά 2,7 φορές.

* Τα τηλεφωνήματα που απαιτούσαν να πληκτρολογήσει ο οδηγός τον αριθμό στο κινητό αύξαναν τον κίνδυνο τροχαίου κατά 12 φορές, η οδήγηση με ταχύτητες πάνω από το όριο τον αύξαναν κατά 13 φορές και η οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ ή ουσιών τον αύξαναν κατά 35,6 φορές.

* Η κούραση και η υπνηλία αύξανε κατά σχεδόν 3,5 φορές τον κίνδυνο τροχαίου.

* Η αναζήτηση ενός αντικειμένου μέσα στο αυτοκίνητο αύξανε κατά 9 φορές τον κίνδυνο τροχαίου, ενώ η αναζήτηση του κινητού μέσα στην τσάντα τον αύξανε κατά σχεδόν 5 φορές.

* Το φαγητό και ο καφές την ώρα της οδήγησης αυξάνουν κατά 1,8 φορές τον κίνδυνο τροχαίου, η αναζήτηση σταθμού στο ραδιόφωνο κατά σχεδόν 2 φορές και η ρύθμιση του καλοριφέρ ή του κλιματισμού κατά 2,3 φορές.

Η έρευνα έδειξε ακόμα ότι η κακή οδήγηση (π.χ. με απότομα φρεναρίσματα και άρνηση να παραχωρηθεί προτεραιότητα σε άλλους οδηγούς) επίσης αύξανε σημαντικά τον κίνδυνο τροχαίου.

Αντιθέτως, συμπεριφορές που είθισται να θεωρούνται επικίνδυνες, όπως το να βάφεται μια γυναίκα ή το να οδηγεί κάποιος πολύ κοντά στο προπορευόμενο όχημα, ελάχιστα αύξαναν τον κίνδυνο τροχαίου (από τα 905 τροχαία, ενεπλάκησαν σε ελάχιστα έως κανένα, γράφουν οι ερευνητές).

Εξίσου ακίνδυνη διαπιστώθηκε ότι είναι η συζήτηση με τους συνεπιβάτες αλλά και χορός στο τιμόνι, που δεν φάνηκε να αυξάνουν σχεδόν καθόλου τον κίνδυνο τροχαίου.

Πέραν της προσεκτικής οδήγησης, τέλος, το μοναδικό πράγμα που δρούσε προστατευτικά απέναντι στα τροχαία ήταν η παρουσία ενός παιδιού στο αυτοκίνητο, η οποία σχετίσθηκε με μείωση κατά 50% του κινδύνου.

Οι ερευνητές από το Ινστιτούτο Μεταφορών του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου της Βιρτζίνια που πραγματοποίησαν τη μελέτη, πιστεύουν ότι εάν απομακρυνόταν από τα αυτοκίνητα οτιδήποτε μπορεί να αποσπάσει την προσοχή του οδηγού, θα μειώνονταν κατά περισσότερο από 30% τα τροχαία.

Παραδέχονται ωστόσο ότι κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο. Εντούτοις, «αν δεν λάβουμε κάποια μέτρα για να περιορίσουμε έστω τις δραστηριότητες αυτές, θα εξακολουθήσουν να χάνονται άδικα ζωές στον δρόμο», δήλωσε ο διευθυντής του ινστιτούτου και επικεφαλής της μελέτης δρ Τομ Ντίνγκους.