ανηδονία
Η δυσλειτουργική διακλάδωση των μηνυμάτων που λαμβάνει ο εγκέφαλος μας, μπορεί να είναι η αιτία που αποστραγγίζει τη ζωή μας από τη χαρά, σύμφωνα με νέα στοιχεία που έφερε στο φως το επιστημονικό περιοδικό Science.

Η anhedonia - που προέρχεται από την ελληνικής προέλευσης λέξη "ανηδονία" και σημαίνει "χωρίς ευχαρίστηση" - είναι μία γνωστή μέχρι σήμερα διαταραχή της διάθεσης, η οποία καθιστά αδύνατη την πιθανότητα να αισθανθούμε χαρά, ευχαρίστηση ή απόλαυση από δραστηριότητες που κάποτε εισπράτταμε ικανοποίηση και πληρότητα. Μία κατάσταση που εκμεταλεύτηκε κατά καιρούς η προπαγάνδα για φάρμακα που αντιμετωπίζουν τα συμπτώματα της ανηδονίας, καθώς η διαταραχή αυτή αποτελεί ταυτόχρονα και σύμπτωμα πολλών σοβαρών ψυχιατρικών ασθενειών, όπως η κατάθλιψη και η σχιζοφρένεια.

Στη μελέτη που δημοσιεύθηκε την προηγούμενη εβδομάδα, οι επιστήμονες κατάφεραν να προκαλέσουν σε εγκεφάλους ποντικών αισθήματα ανηδονίας με τεχνητή διέγερση, έτσι ώστε να μελετήσουν και να εξηγήσουν τον μηχανισμό αυτής της διαταραχής. Διερευνώντας το μηχανισμό της ανηδονίας οι μελετητές στόχευσαν στο να καταφέρουν στο μέλλον καλύτερες θεραπείες για την κατάθλιψη και τις άλλες παρόμοιες διαταραχές της διάθεσης.

Κανονικά, όταν νιώθουμε ευχαρίστηση, οι νευροδιαβιβαστές της ντοπαμίνης πλημμυρίζουν ένα μέρος του εγκεφάλου, το κέντρο της ανταμοιβής μας, το οποίο ονομάζεται ραβδωτό σώμα.

Προηγούμενη έρευνα είχε αποδείξει ότι η ανηδονία μπορεί να συνδέεται με μειωμένη δραστηριότητα σε ένα τμήμα του εγκεφάλου, που ονομάζεται μέσος προμετωπιαίος φλοιός (mPFC), σημείο το οποίο σχετίζεται επίσης, με το σύστημα ανταμοιβής του εγκεφάλου. Ομως, οι επιστήμονες δεν είχαν κανανοήσει τί ακριβώς συμβαίνει.

Για να καταφέρουν, λοιπόν, μεγαλύτερη κατανόηση αυτών των μηχανισμών, η νευροεπιστήμονας του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ Emily Ferenczi και οι συνεργάτες της, χρησιμοποίησαν απεικονιστικές και τεχνικές διέγερσης του εγκεφάλου, για να προκαλέσουν ανηδονία σε αρουραίους.

Αρχικά, διέγειραν τους νευρώνες της ντοπαμίνης στον μεσεγκέφαλο (όπου η ντοπαμίνη ασκεί επίδραση) των πειραματόζωων, ρίχνοντας τεχνητό φως σε φωτοευαίσθητα νευρικά κύτταρα, μια τεχνική που είναι γνωστή ως οπτογενετική (optogenetics). Αυτή η μέθοδος προκάλεσε μια αύξηση της δραστηριότητας στην περιοχή της ανταμοιβής του εγκεφάλου, δηλαδή στο ραβδωτό σώμα, η οποία μετρήθηκε με λειτουργική μαγνητική τομογραφία (fMRI).

Στη συνέχεια διέγειραν τους νευρώνες mPFC των αρουραίων, και διαπίστωσαν μειωμένη δραστηριότητα στο ραβδωτό σώμα. Στο ένα πείραμα, η διέγερση έκανε τα ζώα να χάσουν το ενδιαφέρον τους για το πόσιμο ζαχαρόνερο, που συνήθως προτιμούν περισσότερο από το απλό νερό. Στο άλλο πείραμα, διεγείροντας τους νευρώνες mPFC, μετέτρεψαν τους αρουραίους σε λιγότερο κοινωνικούς, όταν βρίσκονταν μαζί με έναν άλλο αρουραίο.

Τέλος, η τόνωση των mPFC νευρώνων ενίσχυσε τις συνδέσεις τους σε άλλες περιοχές του εγκεφάλου και αποδυνάμωσε τις συνδέσεις τους, σε κάποιες περιοχές που εμπλέκονται στην κατάθλιψη και τη σχιζοφρένεια, αναφέρουν οι ερευνητές στη μελέτη.

Τα αποτελέσματα δείχνουν, λοιπόν, ότι η ανηδονία προκαλείται από την επίδραση του μέσου προμετωπιαίου φλοιού (mPFC), ο οποίος ελέγχει την απελευθέρωση της ντοπαμίνης στο μεγαλύτερο τμήμα του εγκεφάλου.

Τα ευρήματα αυτά συμπτίπτουν και επιβεβαιώνουν τα αποτελέσματα κι άλλων προηγούμενων μελετών σχετικά με την ανηδονία.

Σε μια μικρότερη μελέτη του 2003 που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Neuroreport, οι ερευνητές είχαν υποβάλλει σε μαγνητική τομογραφία τους εγκεφάλους 14 γυναικών - επτά που είχαν διαγνωστεί με μείζονα κατάθλιψη και επτά υγιών - την ώρα που οι επιστήμομνες τους έδειχναν θετικές ή ουδέτερες εικόνες. Σε σύγκριση με τους υγιείς εθελοντές, οι γυναίκες με κατάθλιψη είχαν χαμηλότερη δραστηριότητα στο mPFC. Μια μελέτη, επίσης του 2005 στο περιοδικό Neuron διαπίστωνε ότι τέσσερις από τους έξι ασθενείς με κατάθλιψη, που υποβλήθηκαν σε διέγερση της mPFC περιοχής, οδηγήθηκαν σε ύφεση των συμπτωμάτων της ανηδονίας.

Στο σύνολό της, η έρευνα αυτή αποκαλύπτει πώς τα κυκλώματα του εγκεφάλου μας μπορεί να μειώσουν την λειτουργικότητα και την αποτελεσματικότητά τους, με αποτέλεσμα να μειώνουν ταυτόχρονα και τη δυνατότητά μας να απολαύσουμε τη ζωή - ενώ η μελέτη δείχνει παράλληλα και το πώς ίσως αυτό το πρόβλημα θα μπορούσε να αντιμωπιστεί στο μέλλον.