υγεία οικονομία
Μόνο το 41% του ενήλικου ελληνικού πληθυσμού δηλώνει ότι η υγεία του είναι «εξαιρετική» (12%) ή «πολύ καλή» (29%). «Κακή» θεωρούν την κατάσταση της υγείας τους ως επί το πλείστον άτομα άνω των 65 ετών και άτομα που ανήκουν στο κατώτερο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, ενώ περισσότεροι από ένας στους πέντε συμπολίτες μας δηλώνουν ότι δεν έλαβαν τη θεραπεία ή και τις εξετάσεις που ήθελαν.

Αυτά προκύπτουν από την έρευνα Hellas Health VΙ για την υγεία των Ελλήνων, σε δείγμα 1.001 ατόμων ηλικίας άνω των 18 ετών, τον Απρίλιο του 2015, που πραγματοποιήθηκε από το Ινστιτούτο Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής (ΙΚΠΙ), σε συνεργασία με το Κέντρο Μελετών Υπηρεσιών Υγείας της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Από την έρευνα προκύπτει ότι στις συνέπειες της κρίσης περιλαμβάνονται σημαντική επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης (80%), της διάθεσης, της ψυχικής κατάστασης (55%) και της οικονομικής επιβάρυνσης για υπηρεσίες υγείας (52%) σε σχέση με το 2009.

Τα σημαντικότερα ευρήματα της έρευνας

  • «Κακή υγεία» δηλώνουν σε υπερδιπλάσιο ποσοστό οι συνταξιούχοι (14%) και οι έχοντες βασική εκπαίδευση (17%).
  • Ο δείκτης ψυχικής υγείας είναι σημαντικά μειωμένος (45,8) σε σχέση με το 2010 (49,5).
  • Το 39% απέχει από οποιαδήποτε σωματική δραστηριότητα (μέτρια φυσική άσκηση), ενώ το ποσοστό αυτό στα χαμηλότερα κοινωνικό-οικονομικά στρώματα κυμαίνεται γύρω στο 50%.
  • Εξαιρετικά υψηλό, παρά τη μείωση των τελευταίων ετών, εξακολουθεί να παραμένει το ποσοστό των καπνιστών στην Ελλάδα (37%), με 40% στους άνδρες και 34% στις γυναίκες, καθώς και το παθητικό κάπνισμα στους χώρους εργασίας (27%), στα εστιατόρια (78%) και στις καφετέριες μπαρ (92%).
  • Το 9% δεν καταναλώνει καμία μερίδα λαχανικών την ημέρα και το 15% δεν καταναλώνει κανένα φρούτο.
  • Μόνο το 41% έχει κανονικό βάρος σώματος (17% παχύσαρκοι, 42% υπέρβαροι).
  • Χαμηλά ποσοστά καταγράφονται στη χρήση προληπτικών εξετάσεων, κυρίως μαστογραφίας (57%), μικροσκοπική κοπράνων (14%), ενώ 2 στους 10 Έλληνες δεν έχουν μετρήσει την αρτηριακή τους πίεση, τη χοληστερόλη και το σάκχαρο αίματος.
  • Aυξημένη προσφυγή σε ιδιώτες γιατρούς (60%) και μειωμένη χρήση ιατρείων ασφαλιστικού ταμείου (8%).
  • Το 22% δεν έλαβε τη θεραπεία ή/και τις εξετάσεις που ήθελε. Μόνο ένας στους τρεις γνωρίζει καλά τι είναι τα γενόσημα φάρμακα και μόνο ένας στους πέντε τα εμπιστεύεται.
  • Το 83% δεν ζητά από τον ιατρό να προτείνει γενόσημο φάρμακο. Η εμπιστοσύνη στον φαρμακοποιό ότι θα δώσει το φθηνότερο γενόσημο είναι υψηλή (64%).
  • Το 61% δεν γνωρίζει εάν υπάρχουν φθηνότερα φάρμακα σε σύγκριση με αυτό που προτείνει ο γιατρός.
  • Το 44% διαθέτει μηνιαίως για υπηρεσίες υγείας και φάρμακα πάνω από 5% του εισοδήματος, ενώ περισσότεροι από το 15% διαθέτουν πάνω από το 10% του εισοδήματός τους.