χέρια
Οι γενετικές μεταβολές που οφείλονται στο τραύμα που υπέστησαν όσοι επιβίωσαν από το Ολοκαύτωμα, μπορούν να κληροδοτηθούν στα παιδιά τους, συμπεραίνει νέα μελέτη. Πρόκειται για το πιο ξεκάθαρο σημάδι μέχρι σήμερα, ότι οι εμπειρίες στη ζωή ενός ατόμου, μπορούν να επηρεάσουν τις επόμενες γενιές.

Στο παραπάνω συμπέρασμα κατέληξε ερευνητική ομάδα του νοσοκομείου της Νέας Υόρκης, Mount Sinai, η οποία μελέτησε 32 Εβραίους, άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι είτε έζησαν τη φρίκη των στρατοπέδων συγκέντρωσης των Ναζί, είτε βασανίστηκαν, είτε υπήρξαν μάρτυρες βασανιστηρίων, είτε αναγκάστηκαν να κρυφτούν κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.

Η ομάδα, με επικεφαλής τη Rachel Yehuda, ανέλυσε τα γονίδια των 32 συμμετεχόντων, καθώς και εκείνα των παιδιών τους, τα οποία είναι γνωστό ότι έχουν αυξημένη πιθανότητα να εμφανίσουν αγχώδεις διαταραχές, και συνέκριναν τα αποτελέσματά τους με τα αντίστοιχα δεδομένα από εβραϊκές οικογένειες που ζούσαν εκτός Ευρώπης κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι "οι αλλαγές στα γονίδια των παιδιών μπορούσαν να αποδοθούν μόνο στην έκθεση των γονιών τους στο Ολοκαύτωμα", σύμφωνα με δηλώσεις της Yehuda στον Guardian. Αυτό καθιστά τη δουλειά της ομάδας της ως το πιο ξεκάθαρο παράδειγμα μετάδοσης τραύματος σε επόμενες γενιές ή της γνωστής και ως επιγενετικής κληρονομικότητας.

Επιγενετική κληρονομικότητα: μία αμφιλεγόμενη ιδέα

Η επιγενετική κληρονομικότητα είναι η θεωρία σύμφωνα με την οποία οι επιδράσεις του περιβάλλοντος, όπως το κάπνισμα, ο τρόπος διατροφής και το άγχος, στα γονίδιά μας, μπορούν να κληροδοτηθούν στα παιδιά μας και ενδεχομένως, ακόμη και στα εγγόνια μας. Πρόκειται για μία αμφιλεγόμενη ιδέα, η οποία συγκρούεται με την κρατούσα θεωρία στον χώρο.

Σύμφωνα με τη "συμβατική" επιστημονική θεωρία για την κληρονομικότητα, τα γονίδια του DNA είναι ο μόνος τρόπος μετάδοσης βιολογικών πληροφοριών ανάμεσα σε γενεές. Ωστόσο, όλο και περισσότεροι υποστηρίζουν την ιδέα ότι "χημικές ετικέτες", ο τρόπος που το περιβάλλον μας τροποποιεί τα γονίδιά μας, προσκολλούνται στο DNA και κληρονομούνται στα παιδιά μας.

Η έρευνα επικεντρώθηκε γύρω από την περιοχή ενός γονιδίου που σχετίζεται με τη ρύθμιση των ορμονών του στρες, το οποίο είναι γνωστό ότι επηρεάζεται από το τραύμα. Οι ειδικοί εντόπισαν "επιγενετικές ετικέτες" στο ίδιο ακριβώς σημείο αυτού του γονιδίου, τόσο στους επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος όσο και στα παιδιά τους, αλλά όχι στα μέλη της ομάδας που δεν βίωσε τον Β 'ΠΠ.

Το ενδεχόμενο οι αλλαγές στα γονίδια των παιδιών να οφείλονται σε άλλο τραύμα, το οποίο βίωσαν τα ίδια, αποκλείστηκε σε μεταγενέστερη ανάλυση. Επομένως, "αυτή είναι η πρώτη απόδειξη μετάδοσης επιδράσεων του στρες σε ανθρώπους, η οποία οδηγεί σε επιγενετικές αλλαγές τόσο στους γονείς που εκτέθηκαν [στις επιδράσεις] όσο και στα παιδιά τους", είπε η Yehuda.

Στα ζώα, ο φόβος είναι κληρονομικός

Δεν είναι ξεκάθαρο πώς αυτές οι "ετικέτες" μπορούν να περάσουν από τον γονέα στο παιδί, καθώς οι γενετικές πληροφορίες στο σπέρμα και τα ωάρια, σύμφωνα με την επιστημονική γνώση, δεν θα έπρεπε να επηρεάζονται από το περιβάλλον. Κάθε επιγενετική ετικέτα στο DNA πιστεύεται ότι "καθαρίζεται", μόλις ξεκινήσει η γονιμοποίηση.

Επιπλέον, δεν είναι ξεκάθαρο αν οι αλλαγές στα γονίδια των παιδιών οι οποίες εντοπίστηκαν από τη μελέτη θα επηρεάσουν την υγεία τους, καθώς οι ερευνητές δεν μπορούν να γνωρίζουν αν αυτές θα ενεργοποιηθούν. Αν πάντως, παρατηρηθεί κάτι τέτοιο, σύμφωνα με τη Yehuda, θα είναι μία ευκαιρία να μάθουμε πολλά σημαντικά πράγματα για τον τρόπο που μας επηρεάζει το περιβάλλον.

Σημειώνεται ότι στο παρελθόν, ερευνητές έχουν δείξει ότι συγκεκριμένοι φόβοι περνούν από γενιά σε γενιά, τουλάχιστον, στα ζώα. Για τους ανθρώπους, η νέα έρευνα "αποτελεί την απαρχή της κατανόησης του πώς μία γενιά αντιδρά στις εμπειρίες της προηγούμενης", σύμφωνα με τον Marcus Pembrey, καθηγητή παιδιατρικής γενετικής, στο UCL.

Η μελέτη της ομάδας με επικεφαλής τη Rachel Yehuda έχει δημοσιευτεί στο επιστημονικό περιοδικό Biological Psychiatry. Αν και αναφέρει σημαντικές παρατηρήσεις, πρέπει να σημειωθεί ότι αρκετοί έχουν εκφράσει επιφυλάξεις, οι οποίες επικεντρώνονται κυρίως στο γεγονός ο αριθμός των συμμετεχόντων ήταν μικρός.