Εικόνα
Μόσχα 1957. Εν μέσω ψυχρού πολέμου 34.000, νέοι από 131 χώρες έφτασαν στην πρωτεύουσα της ΕΣΣΔ για το 6ο World Festival of Youth and Students που οργανώθηκε από αριστερές νεολαίες
Το σύνθημα δόθηκε στο Κογκρέσο το 1947. Με την ομιλία του, ο πρόεδρος Τρούμαν κήρυξε την επίσημη έναρξη του Ψυχρού Πολέμου αναγγέλλοντας την πρόθεση των ΗΠΑ να υποστηρίξουν τους «ελεύθερους λαούς» που αντιστέκονται σε «εξωτερικές» (βλέπε κομμουνιστικές) «πιέσεις».

Εκείνη τη χρονιά που κλιμακωνόταν ο ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος, γεννήθηκαν η CIA και η NSA: η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (Central Intelligence Agency) και η Εθνική Eνωση Νεολαίας (National Student Association). Οι μυστικές τους διασυνδέσεις αποδομούνται για πρώτη φορά στο Patriotic Betrayal (Yale) της Karen M. Paget.

Η δεκάχρονη έρευνα της Πάτζετ δεν αποκαλύπτει μια συνωμοσία. Αποκαλύπτει μια μακροπρόθεσμη στρατηγική. Αποκαλύπτει έναν παρασκηνιακό μηχανισμό επιρροής σε όλη του την πολυπλοκότητα, και γι' αυτό είναι σημαντική.

Παρακολουθώντας το παράδειγμα της επιτήδειας διείσδυσης της Υπηρεσίας Πληροφοριών στα φοιτητικά κινήματα, ο αναγνώστης συνειδητοποιεί ότι δεν έχει να κάνει με έναν κακό λύκο. Eχει να κάνει με ένα πλέγμα πολυπλόκαμων επαφών, δικτύων, δράσεων, χορηγιών κ.λπ. το οποίο συχνά διασταυρώνεται με τις δραστηριότητες ανυποψίαστων φορέων και ανθρώπων με ουδέτερο ή και προοδευτικό προφίλ.

Η CIA δεν είχε ανάγκη την Εθνική Φοιτητική Eνωση για τις πολιτικές αντιπαραθέσεις με την ΕΣΣΔ στα νεολαιίστικα φόρουμ, εξηγεί η συγγραφέας. Ούτε βασιζόταν πάνω της για την προώθηση των αμερικανικών αξιών στη διεθνή αρένα. Αυτά απασχολούσαν κυρίως το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, τον γερουσιαστή-κυνηγό των «κόκκινων» (ώς το 1957) Τζόζεφ ΜακΚάρθι, ή άλλους σωβινιστικούς εκφραστές της σκληροπυρηνικής πολιτικής του Ψυχρού Πολέμου.

Patriotic Betrayal
Το βιβλίο της Κάρεν Πάτζετ με τίτλο, « Patriotic Betrayal », σχολιάζεται στον New Yorker από τον Λούις Μέναντ, και αποδεικνύεται εξαιρετικά επίκαιρο

Αντιθέτως, όπως διευκρινίζει ο Λούις Μέναντ, η NSA «ήταν το γάντι που έκρυβε το χέρι της αμερικανικής κυβέρνησης, επιτρέποντάς της να συναλλάσσεται με ανθρώπους οι οποίοι ποτέ δεν θα άνοιγαν αυτοβούλως παρτίδες με την κυβέρνηση των ΗΠΑ». Ηθελαν όμως να συνδιαλέγονται με ένα αντιπολεμικό, αντι-αποικιοκρατικό κίνημα που υπερασπιζόταν τα ανθρώπινα δικαιώματα και θεωρούσε πως η ΕΣΣΔ τα είχε προδώσει.

Επρόκειτο, λοιπόν, για μια ιδανική βιτρίνα που επέτρεπε στην κυβέρνηση να παρεμβαίνει και σε ένα δεύτερο ταμπλό. Οχι μόνο να καθοδηγεί τους διπλωματικούς συμμάχους της αλλά να έχει πρόσβαση και στους πολέμιούς της - κάτι που δεν μπορούσε να γίνει φανερά.

Επιπλέον, μέσω της NSA, η CIA διοχέτευε επιχορηγήσεις σε αλλοδαπές φοιτητικές ενώσεις, ακόμα και σε ενώσεις με σοσιαλιστικά ιδεώδη, που όμως εχθρεύονταν τον κομμουνισμό.

Μέσα από αυτά τα κανάλια μπορούσε επίσης να στρατολογεί πληροφοριοδότες στο εξωτερικό, αλλά και να συγκεντρώνει λεπτομερή ενημέρωση για την πολιτική δυναμική άλλων χωρών, χρησιμοποιώντας τις εκθέσεις των Αμερικανών φοιτητών που συμμετείχαν σε διεθνή φεστιβάλ ή συνέδρια νεολαιών. Κι επειδή η CIA υπολόγιζε ότι οι ηγέτες των φοιτητών είχαν πιθανότητες να αναδειχθούν στην πολιτική σκηνή, όταν αυτό συνέβαινε, βρισκόταν ένα βήμα μπροστά με πλούσιους φακέλους για τις πολιτικές ελίτ.

Το Patriotic Betrayal καταδεικνύει ότι ο αντικομμουνισμός ήταν τόσο ισχυρός ώστε μπορούσε να διαλύσει κάθε ενδοιασμό. Ακόμα και εκείνοι που γνώριζαν πως συνεργάζονταν με τον διάβολο, «πίστευαν ότι η CIA ήταν ο σωστός διάβολος».

Ηθικά όρια

Υπό αυτό το πρίσμα, το βιβλίο της Πάτζετ έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον διότι θέτει ένα ζήτημα ηθικών ορίων: πρώτον για τον τρόπο με τον οποίο μια δημοκρατική κυβέρνηση θωρακίζεται απέναντι στους πραγματικούς ή φανταστικούς εχθρούς της, και δεύτερον για την ευθύνη όσων συνεργάζονται με τους παρασκηνιακούς μηχανισμούς, στο όνομα του «κοινού εχθρού».

Ετσι, γίνεται επίκαιρο στον απόηχο της 11ης Σεπτεμβρίου και του μεταλλαγμένου Ψυχρού Πολέμου, που επανακάμπτει ως πόλεμος προπαγάνδας, διατηρώντας αναλλοίωτο το δόγμα ότι στο όνομα της εθνικής ασφάλειας τα ατομικά δικαιώματα μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα (βλ. ΗΠΑ - Ρωσία - Ουκρανία, ISIS, περιφερειακοί πόλεμοι κ.ά.).

Ομως ταυτόχρονα, το βιβλίο υπενθυμίζει και το δαιδαλώδες σύστημα διαπλεκόμενων οικονομικών, πολιτικών και μιντιακών φορέων που συνδέονται με το κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο παράδειγμα. Πίσω από το τεχνοκρατικό και δημοκρατικό προσωπείο τους, οι μηχανισμοί αυτοί πρωτοστατούν σήμερα στη δαιμονοποίηση κάθε εναλλακτικής πρότασης.

Η τρομοκρατημένη και θυμωμένη συγγραφέας

«Ημουν ένα απολιτικό εικοσάχρονο κορίτσι από μια μικρή πόλη της Αϊόβα, και είχα τρομοκρατηθεί» εξομολογείται η συγγραφέας.

Το 1965, ο σύζυγός της ήταν πρόεδρος στη φοιτητική ένωση του Πανεπιστημίου του Κολοράντο, και έγινε στέλεχος της Εθνικής Φοιτητικής Ενωσης. Τότε την προσέγγισαν δυο παλιά στελέχη της που είχαν ενταχθεί στη CIA, και την ενημέρωσαν για τη μυστική διασύνδεση της Υπηρεσίας Πληροφοριών με την Ενωση, υποχρεώνοντάς την, ως σύζυγο, να πάρει κι εκείνη όρκο σιωπής. Εάν τον καταπατούσε, η ποινή ήταν 20χρονη φυλάκιση.

Μετά από αυτό, η Κάρεν Πάτζετ ωρίμασε απότομα, και, παρότι έχουν περάσει πενήντα χρόνια, εξακολουθεί να αισθάνεται θυμό για τις μεθοδεύσεις της CIA. Διότι ξέρει πως υπάρχουν κι άλλοι τέτοιοι σκελετοί στο ντουλάπι, αλλά τα σχετικά ντοκουμέντα δεν θα φανερωθούν.

Την επιβεβαιώνει η ανοιχτή υπόθεση Σνόουντεν και το πρόγραμμα διεθνών παρακολουθήσεων της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας (National Security Agency). Υπαινικτικά, λοιπόν, η συγγραφέας υποστηρίζει ότι σε ορισμένες περιπτώσεις εμπλοκής των ΗΠΑ σε παιχνίδια μεταβολής καθεστώτος σε ξένες χώρες (όπως π.χ. στο Ιράκ, στο Ιράν ή στη Νότια Αφρική), η CIA «πούλησε» τις πληροφορίες της για τους αντιπολιτευόμενους φοιτητές στα ίδια τα καθεστώτα που τους κυνηγούσαν, τα οποία έτσι προχώρησαν σε συλλήψεις και εκκαθαρίσεις...

Το βιβλίο της Πάτζετ διαλύει εντέλει την ευρέως διαδεδομένη θεωρία ότι η CIA ενεργούσε «σαν εξαγριωμένος ελέφαντας», ερήμην της κυβερνητικής αμερικανικής πολιτικής. Ο New Yorker μάλιστα, παραπέμπει σε εσωτερικές εκθέσεις της (1967) αλλά και σε μεταγενέστερη (1976) εμπιστευτική έκθεση του Κογκρέσου, που επιβεβαιώνουν ότι η CIA ακολουθούσε οδηγίες του προέδρου των ΗΠΑ και του συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας.

Ο καταλυτικός ακτιβιστής

Ο άνθρωπος που προκάλεσε το ξήλωμα αυτού του μηχανισμού ήταν ένας ακτιβιστής φοιτητής, ο Μάικλ Γουντ. Το 1964 αγωνιζόταν για τα πολιτικά δικαιώματα των Αφροαμερικανών στη φυλετικά περιθωριοποιημένη γειτονιά του Γουότς, στο Λος Αντζελες, λίγο πριν ξεσπάσουν εκεί οι μεγάλες ταραχές.

Η Εθνική Φοιτητική Ενωση εκτίμησε τη δράση του και του πρόσφερε μια επιτελική θέση στην Ουάσινγκτον. Αλλά εκεί ο Γουντ ανακάλυψε ότι δεν του επιτρεπόταν να διαπραγματευτεί νέες χρηματοδοτήσεις. Η εισροή κονδυλίων στην NSA ήταν αδιαφανής, και τη χειριζόταν προσωπικά ο πρόεδρός της.

Ο Γουντ ήταν όμως τυχερός: ο πρόεδρος Φίλιπ Σέρμπερν προσπαθούσε να αποδεσμευτεί, και το 1966 παρέβη τη συμφωνία μυστικότητας, αποκαλύπτοντάς του τη διείσδυση της CIA στις φοιτητικές ενώσεις, αμερικανικές και διεθνείς.

Οι εξελίξεις ήταν καταιγιστικές. Στο όνομα των προδομένων φοιτητών, ο Γουντ απευθύνθηκε στο ανεξάρτητο περιοδικό Ramparts. Αλλά στα ντοκουμέντα που είχε φωτογραφήσει δεν εμφανιζόταν πουθενά η CIA. Ακολουθώντας ωστόσο τις διαδρομές των χρηματοδοτήσεων, οι ρεπόρτερ του περιοδικού έφτασαν στις πηγές τους: σε όλες τις περιπτώσεις επρόκειτο για φιλανθρωπικά Ιδρύματα-μαριονέτες που τα είχε στήσει η CIA ως μεσάζοντες...

Τον Φεβρουάριο του 1967 το Ramparts, οι Τάιμς της Νέας Υόρκης και η Ουάσινγκτον Ποστ κονταροχτυπιούνταν στις αποκαλύψεις για τα μυστικά κονδύλια της CIA προς την Εθνική Φοιτητική Ενωση και προς άλλες περίπου 50 οργανώσεις (International Marketing Institute, American Friends of the Middle East, National Education Association κ.ά.). Το πολιτισμικό σκέλος της πρώτης φάσης του Ψυχρού Πολέμου είχε ανατιναχτεί...