Είναι γνωστό ότι οι άνθρωποι είναι ικανοί για τεράστιες κτηνωδίες και πράξεις που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν έως και σατανικές. Ωστόσο, το κατά πόσον κάποιος είναι ικανός για τέτοιου είδους ενέργειες αποτελεί θέμα εκτενών αναλύσεων: Αφ'ενός, στις οργανωμένες κοινωνίες, οι δολοφόνοι/εγκληματίες αποτελούν μειοψηφίες, αφ'ετέρου η ιστορία είναι γεμάτη με περιπτώσεις εγκλημάτων πολέμου από στρατούς-
και ο ίδιος ο πόλεμος, αν το καλοσκεφτεί κανείς, αποτελεί μια περίπτωση άσκησης βίας/ φόνων σε μαζική κλίμακα, που ωστόσο θεωρούνται δικαιολογημένοι.
Η ειδοποιός διαφορά φαίνεται να είναι η έννοια της εντολής/ διαταγής: Όταν κάποιος έχει διαταχθεί να ασκήσει βία (πχ ως στρατιώτης), φαίνεται πως είναι, σε γενικές γραμμές, πιο εύκολο να το κάνει από το να το κάνει μόνος του, (πχ ως εγκληματίας). Το ερώτημα γιατί ισχύει αυτό έχει απασχολήσει πολλούς ψυχολόγους ανά τα χρόνια.
Η εύκολη εξήγηση είναι ότι σε αυτή την περίπτωση τα πράγματα «διευκολύνονται» επειδή δημιουργείται η αίσθηση πως «η ευθύνη μετατίθεται» σε αυτόν που δίνει τη διαταγή.
Τα πράγματα βεβαίως ίσως να είναι πιο περίπλοκα και πιο βαθιά από ό,τι πιστεύουμε.
Όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα του Ars Technica, o Πάτρικ Χάγκαρντ, νευροεπιστήμονας του University College London, και οι συνάδελφοί του, θέλησαν να προβούν σε μετρήσεις και εκτιμήσεις σχετικά με το
τι συμβαίνει στον ανθρώπινο εγκέφαλο όταν λαμβάνει την εντολή να κάνει κάτι, εν αντιθέσει με το τι συμβαίνει όταν επιλέγει να το κάνει. Τα αποτελέσματα ενός πειράματος, βασισμένου σε διάσημο πείραμα του 20ού αιώνα, παρουσιάζονται στο
Current Biology.Τη δεκαετία του 1960, ο Στάνλεϊ Μίλγκραμ, ψυχολόγος του Γέιλ, πραγματοποίησε μια σειρά από (διαβόητα σήμερα) τεστ πάνω στο πού μπορούν να φτάσουν οι άνθρωποι υπακούοντας σε εντολές: Ζήτησε από εθελοντές να κάνουν ηλεκτροσόκ σε έναν άγνωστο, χωρίς οι εθελοντές να γνωρίζουν ότι στην πραγματικότητα δεν υπήρχε ηλεκτροσόκ και ότι αυτοί που φώναζαν, «υποφέροντας από πόνο» ήταν ηθοποιοί, που προσποιούνταν πως πονούσαν ή πως πάθαιναν ακόμα και καρδιακές προσβολές.
Ο Μίλγκραμ διαπίστωσε πως οι περισσότεροι συνέχιζαν να κάνουν ηλεκτροσόκ όταν λάμβαναν εντολή από κάποιον με εργαστηριακή ρόμπα, ακόμα και όταν το θύμα φαινόταν να κινδυνεύει. Μόνο ένα μικρό ποσοστό αρνήθηκαν.
Σχόλιο: Όπως συμβαίνει συνήθως με ψυχολογικές μελέτες όπως αυτή, οι ερευνητές τείνουν να υπεραπλουστεύουν το θέμα, χρησιμοποιούν ασαφείς ορισμούς για πολύπλοκα φαινόμενα, και γενικά, δεν διαφωτίζουν ιδιαίτερα. Όπως επισημαίνουν οι συγγραφείς στο τέλος αυτού του άρθρου, είναι πολύ εφικτό να διαθέτει κάποιος αναλυτική σκέψη αλλά και να μπορεί να συμπάσχει με τον συνάνθρωπο του.