Οι επιστήμονες συμφωνούν πως πρόκειται για μία σημαντική δημοσίευση, που στοχεύει σε ένα από τα πιο θεμελιώδη αναπάντητα ερωτήματα στη νευροεπιστήμη: πώς ο εγκέφαλος αναπαριστά αφηρημένες σκέψεις, όπως προτάσεις.
Ο Πρώσος φιλόσοφος του 18ου αιώνα, Βίλχελμ φον Χούμπολντ, είχε περιγράψει τη γλώσσα ως ένα σύστημα που κάνει «άπειρη χρήση πεπερασμένων μέσων». Με άλλα λόγια, κάθε γλώσσα χρησιμοποιεί έναν περιορισμένο αριθμό λέξεων για να εκφράσει έναν απεριόριστο αριθμό ιδεών.
«Το πιθανότερο είναι ότι οι περισσότερες από τις προτάσεις που χρησιμοποιήσατε κατά τη διάρκεια της συνομιλίας μας, δεν τις έχετε ξαναπεί ποτέ στη ζωή σας, ούτε έχετε ακούσει κανέναν άλλον να τις λέει. Κάθε στιγμή χρησιμοποιούμε δημιουργικά τη γλώσσα για να εκφράσουμε νέες σκέψεις και ιδέες, και αυτό μας φαίνεται φυσικό. Είναι όμως μία πραγματικά εκπληκτική ικανότητα που διαθέτουμε εμείς οι άνθρωποι», λέει ο Τεκούμσε Φιτς, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, ειδικός στη μελέτη της εξέλιξης της νόησης και της επικοινωνίας.
«Ενα από τα πράγματα που διαφοροποιεί τη γλώσσα από πολλές επικοινωνιακές ικανότητες άλλων ειδών είναι η συνθετικότητα», λέει στην «Κ» ο Στίβεν Φράνκλαντ, ερευνητής στο Κέντρο Επιστήμης του Εγκεφάλου του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. «Αυτή η ικανότητα δεν οφείλεται μόνο στο μεγαλύτερο μέγεθος του ανθρώπινου εγκεφάλου, αλλά και στην εσωτερική καλωδίωσή του», υποστηρίζει ο δρ Φιτς.
Παρότι εδώ και δεκαετίες οι επιστήμονες έχουν αναπτύξει θεωρίες που υποστηρίζουν ότι ο εγκέφαλός μας λειτουργεί με παρεμφερή τρόπο, κάνοντας δηλαδή άπειρη χρήση πεπερασμένων μέσων, η νευροεπιστημονική έρευνα δεν είχε καταφέρει μέχρι πρόσφατα να προσφέρει αποδείξεις. «Ηταν ένα είδος σπαζοκεφαλιάς, επειδή από τη μία είναι προφανές ότι μπορούμε με ευκολία να παράγουμε σύνθετες σκέψεις από επιμέρους κομμάτια, αλλά από την άλλη έχουμε έναν, μεγάλο μεν, πεπερασμένο δε, αριθμό νευρώνων στον εγκέφαλό μας», λέει ο δρ Φράνκλαντ. «Δεν είναι λοιπόν δυνατόν να διαθέτεις έναν νευρώνα για κάθε σκέψη που μπορεί πιθανώς να βρεθεί στον δρόμο σου», συμπληρώνει. Μέσα από αυτή τη θεωρητική προσέγγιση δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι στην αρχιτεκτονική του εγκεφάλου πρέπει να συμβαίνει κάποιο είδος επανάχρησης, την οποία προσπάθησαν να ξεσκεπάσουν με την έρευνά τους ο δρ Φράνκλαντ μαζί με τον Τζόσουα Γκριν, καθηγητή ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ. «Αυτό που διαπιστώσαμε είναι ότι διαφορετικές περιοχές του εγκεφάλου ασχολούνται με διαφορετικά στοιχεία της δομής της γλώσσας, και ίσως αυτό να παίζει σημαντικό ρόλο στην ικανότητά μας να αντιλαμβανόμαστε αυτά τα νοήματα», λέει ο δρ Φράνκλαντ.
«Είναι μία σημαντική δημοσίευση, που στοχεύει σε ένα από τα πιο θεμελιώδη αναπάντητα ερωτήματα στη νευροεπιστήμη: πώς ο εγκέφαλος αναπαριστά αφηρημένες σκέψεις, όπως προτάσεις», λέει στην «Κ» ο Γκάρι Μάρκους, καθηγητής ψυχολογίας και νευρωνικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης.
Σχόλιο: Ίσως όλα τα παραπάνω να μην χρειάζονται λόγω του ότι ήδη οι γονείς προσφέρουν στα παιδιά τους τις εμπειρίες τους μέσω της επιγενετικής κληρονομικότητας:
Επιγενετική κληρονομικότητα: Τα παιδιά μας κληρονομούν τις επιπτώσεις των εμπειριών μας