χορτοφαγία
Νέο νόημα στην έκφραση «είμαστε ό,τι τρώμε» δίνει μία νέα μελέτη που έδειξε ότι οι λαοί οι οποίοι επί γενιές είναι αυστηρά χορτοφάγοι, φέρουν ένα μοναδικό γενετικό χαρακτηριστικό που μπορεί να αυξάνει τον κίνδυνο καρδιοπάθειας και καρκίνου.

Το κλειδί, σύμφωνα με τους επιστήμονες του Πανεπιστημίου Κορνέλ, στη Νέα Υόρκη, που την πραγματοποίησαν, είναι τα ωμέγα-6 και τα ωμέγα-3 λιπαρά οξέα.

Τα οξέα αυτά χρησιμεύουν ως δομικοί λίθοι των λιπιδίων του σώματος και παίζουν σημαντικό ρόλο στον τρόπο με τον οποίο αποθηκεύουμε ενέργεια (θερμίδες) και αναπτύσσουμε και επιδιορθώνουμε τα κύτταρά μας.

Το πρόβλημα είναι ότι το ανθρώπινο σώμα μπορεί να παράγει όλα τα άλλα είδη λιπαρών οξέων πλην αυτών των συγκεκριμένων, τα οποία υποχρεωτικώς πρέπει να λαμβάνει από τα τρόφιμα.

Πλούσια σε ωμέγα-3 λιπαρά οξέα είναι τα ψάρια, τα δημητριακά ολικής αλέσεως, τα φρούτα, το ελαιόλαδο και τα λαχανικά, ενώ ωμέγα-6 λιπαρά οξέα υπάρχουν στο μοσχάρι, στο χοιρινό, σε συσκευασμένα σνακ (όπως τα μπισκότα, οι καραμέλες, τα κέικ και τα πατατάκια), σε ξηρούς καρπούς και φυτικά έλαια.

Η καλή ισορροπία αυτών των δύο ειδών λιπαρών οξέων στην διατροφή έχει ζωτική σημασία για να διατηρείται κανείς υγιής. Και εδώ ακριβώς αρχίζουν τα δύσκολα για τους χορτοφάγους, σύμφωνα με τα νέα ευρήματα.

Τα συγκεκριμένα λιπαρά οξέα παράγονται κατά τον μεταβολισμό των φυτών. Όταν λοιπόν τρώνε τα ζώα (ή τα ψάρια) πρώτα τα φυτά και στη συνέχεια ο άνθρωπος φάει τα ζώα, προσλαμβάνει εύκολα τα λιπαρά οξέα που έχει δημιουργήσει ο μεταβολισμός των ζώων.

Όταν, όμως, ο άνθρωπος τρώει απ' ευθείας τα φυτά, ο οργανισμός του πρέπει να κάνει μόνος του τον μεταβολισμό τους για να δημιουργήσει τα συγκεκριμένα λιπαρά οξέα.

Στη συνέχεια, άνθρωποι και ζώα χρησιμοποιούν δύο ένζυμα, τα FADS1 και FADS2, για να διασπάσουν περαιτέρω τα ωμέγα-3 και τα ωμέγα-6 λιπαρά οξέα και να τα φέρουν σε μία μορφή που θα χρησιμοποιηθεί για την ανάπτυξη του εγκεφάλου και τον έλεγχο της φλεγμονής.

Αλλήλιο της χορτοφαγίας


Στη νέα μελέτη, οι επιστήμονες του Κορνέλ ανακάλυψανπως οι παραδοσιακά χορτοφαγικοί πληθυσμοί φέρουν μία προσθήκη (λέγεται rs66698963) στο γονίδιο που είναι υπεύθυνο για την έκφραση των ενζύμων FADS1 και FADS2.

Η προσθήκη αυτή οδηγεί σε αυξημένη παραγωγή των δύο ενζύμων και καλύτερη ικανότητα δημιουργίας λιπαρών οξέων από τα φυτά - εξ ου και η ονομασία αλλήλιο της χορτοφαγίας που της προσέδωσαν.

Οι ερευνητές εξέτασαν πόσο συχνό είναι αυτό το αλλήλιο σε 234 χορτοφάγους γηγενείς Ινδιάνους και 311 κρεατοφάγους Αμερικανούς μη ινδιάνικης καταγωγής (κυρίως από το Κάνσας).

Όπως διαπίστωσαν, το 68% των Ινδιάνων και το 18% των άλλων Αμερικανών έφεραν αυτό το αλλήλιο, γεγονός που αποδίδεται στο ότι οι συγκεκριμένοι Ινδιάνοι προέρχονται από μία φυλή που είναι χορτοφαγική εδώ και χιλιάδες χρόνια.

Στο επόμενο βήμα της μελέτης τους, οι ερευνητές αναζήτησαν το συγκεκριμένο αλλήλιο και σε άλλους πληθυσμούς, διαπιστώνοντας ότι υπάρχει στο 70% των λαών στη Νότιο Ασία, στο 53% των Αφρικανών, στο 29% των λαών της Ανατολικής Ασίας και μόνο στο 17% των Ευρωπαίων όπου η χορτοφαγία παραδοσιακά δεν είναι ο κανόνας.

Κίνδυνοι για την υγεία

Οι ερευνητές, που δημοσιεύουν τα ευρήματά τους στην επιθεώρηση «Molecular Biology and Evolution», λένε ότι μπορεί το αλλήλιο rs66698963 να βοηθεί τους χορτοφάγους να παράγουν τα πολύτιμα ωμέγα-3 και ωμέγα-6 λιπαρά οξέα, αλλά σχετίζεται με κινδύνους για την υγεία.

Όπως εξηγούν, όταν αυτά τα λιπαρά οξέα δημιουργηθούν, ανταγωνίζονται μονίμως μεταξύ τους για να μεταβολιστούν. Όταν, λοιπόν, επικρατούν τα ωμέγα-6 λιπαρά οξέα και διαταράξουν την λεπτή ισορροπία που πρέπει να έχουν με τα ωμέγα-3, το επακόλουθο είναι αυξημένος κίνδυνος στεφανιαίας νόσου και καρκίνου του παχέος εντέρου, εξαιτίας της χρόνιας φλεγμονής στον οργανισμό.

Τα υψηλότερα επίπεδα ωμέγα-6 λιπαρών οξέων περιέχουν τα φυτικά έλαια, επομένως «όσοι έχουν οικογενειακό ιστορικό χορτοφαγίας, δεν θα αντιμετωπίσουν κανένα πρόβλημα αν αποφεύγουν αυτά και μερικά άλλα τρόφιμα», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής δρ Άλον Κίναν, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Βιολογικής Στατιστικής & Πληθυσμιακής Γονιδιωματικής του Κορνέλ.

Στους Εσκιμώους

Στη συνέχεια της έρευνάς τους, οι ερευνητές εξέτασαν το γονιδίωμα Εσκιμώων Ινουίτ της Γροιλανδίας, των οποίων η διατροφή αποτελείται κυρίως από ψάρια και άλλα θαλάσσια είδη.

Όπως διαπίστωσαν, οι Ινουίτ όχι μόνο δεν έφεραν το πρόσθετο αλλήλιο της χορτοφαγίας, αλλά απουσίαζε ένα τμήμα του DNA τους και έτσι εξασφαλιζόταν ότι δεν απορροφά ο οργανισμός τους υπερβολικά πολλά ωμέγα-3 λιπαρά οξέα από τα ψάρια που αποτελούν μακράν την καλύτερη πηγή τους.

Η προστασία αυτή είναι απαραίτητη διότι και η υπερκατανάλωση των ωμέγα-3 λιπαρών οξέων έχει σχετισθεί με αρνητικές εκβάσεις για την υγεία, όπως η κολίτιδα (φλεγμονή στο παχύ έντερο) και άλλες διαταραχές του ανοσοποιητικού.

«Η μελέτη μας είναι η πρώτη που συσχετίζει ένα προστιθέμενο αλλήλιο με την χορτοφαγική διατροφή και ένα αφαιρούμενο με την θαλάσσια διατροφή», δήλωσε ο ερευνητής δρ Κάιξιονγκ Γιε, από το Τμήμα Διατροφικών Επιστημών του Κορνέλ. Και πρόσθεσε πως οι δύο γενετικές μεταλλαγές πιθανώς εμφανίστηκαν νωρίς στην εξελικτική ιστορία του ανθρώπου, την εποχή των μεγάλων μεταναστεύσεων σε διαφορετικά περιβάλλοντα.

Τα νέα ευρήματα είναι ένα μόνο παράδειγμα του πως οι διατροφικές συνήθειες των λαών αλλάζουν σε βάθος χρόνο το γονιδίωμα των ανθρώπων.

Ένα άλλο - και πολύ πιο γνωστό - παράδειγμα είναι οι γενετικές μεταλλαγές που ευθύνονται για τη δυσανεξία στη λακτόζη, από την οποία πάσχουν σχεδόν έξι στους δέκα Νοτιοευρωπαίοι, πάνω από το 90% των Κινέζων αλλά μόνο το 10% των Αμερικανών.