Γεζίντι
© ReutersΜέλη της φυλής Γεζίντι εγκαταλείπουν τα σπίτια τους για να γλυτώσουν από το Ισλαμικό Κράτος
Μία έφηβη κοπέλα έζησε τη φρίκη στα χέρια των Τζιχαντιστών, πριν από ένα μήνα περίπου. Τον χειρότερο μήνα της ζωής της, κατά τη διάρκεια του οποίου βίωσε απόπειρες βιασμού,ξυλοδαρμούς και φυλάκισης. Ενιωσε ότι η ζωή της τελείωσε και σκέφτηκε να αυτοκτονήσει. Κι όμως, βρήκε τη δύναμη να αποδράσει, χρησιμοποιώντας μαχαίρια κουζίνας και μπαλντάδες για να σπάσει τα δεσμά της. Και έχει το θάρρος να διηγηθεί την περιπέτειά της, σε δημοσιογράφο της Washington Post.

«Καθώς ο ήλιος ανέτειλε πάνω από σκονισμένο χωριό μου, στις 3 Αυγούστου, ακούστηκε μια τρομακτική είδηση: Οι τζιχαντιστές έρχονταν στο χωριό μας. Και ενώ περίμενα να ζήσω ακόμα μια συνηθισμένη ημέρα, κάνοντας δουλειές στο σπίτι μου, έπρεπε να εγκαταλείψουμε το χωριό μας παίρνοντας μαζί λίγα ρούχα και μερικά τιμαλφή.

Περπατούσαμε μία ώρα όταν σταματήσαμε σε μία όαση για να πιούμε νερό.

Το σχέδιό μας ήταν να βρούμε καταφύγιο στο όρος Sinjar, μαζί με χιλιάδες άλλους Γεζίντι σαν εμάς. Ξαφνικά πολλά οχήματα εμφανίστηκαν μπροστά μας και βρεθήκαμε περικυκλωμένοι από μαχητές που φορούσαν στολές του ισλαμικού κράτους.

Κάποιοι ούρλιαξαν τρομοκρατημένοι. Φοβηθήκαμε για τη ζωή μας. Ποτέ δεν ένιωσα τόσο ανήμπορη, στα 14 χρόνια της ζωής μου.

«Μας χώρισαν ανά φύλο και ηλικία»

Οι μαχητές μας χώρισαν ανάλογα με το φύλο και την ηλικία: Σε μια ομάδα οι νέοι και ικανοί άντρες, στη δεύτερη τα κορίτσια και οι νεαρές γυναίκες, στο τρίτο οι ηλικιωμένοι άνδρες και γυναίκες. Οι τζιχαντιστές έκλεψαν μετρητά και κοσμήματα από την τελευταία ομάδα, και τους άφησαν μόνους στην όαση. Στη συνέχεια έβαλαν τα κορίτσια και τις γυναίκες σε φορτηγά. Καθώς μας οδηγούσαν μακριά, ακούσαμε πυροβολισμούς. Αργότερα μάθαμε ότι σκότωσαν τους νεαρούς άνδρες, μεταξύ των οποίων και ο 19χρονος αδελφός μου, ο οποίος είχε παντρευτεί μόλις πριν από έξι μήνες.

Εκείνο το απόγευμα, μας πήγαν σε ένα άδειο σχολείο στο Baaj, μια μικρή πόλη δυτικά της Μοσούλης κοντά στα συριακά σύνορα. Συναντήσαμε πολλές άλλες γυναίκες Γεζίντι που είχαν συλληφθεί από το Ισλαμικό Κράτος. Στη συνέχεια ήρθαν οι μαχητές. Ένας από αυτούς απήγγειλε τη δήλωση πίστης στη μουσουλμανική θρησκεία - «Δηλώνω ότι δεν υπάρχει Θεός εκτός από τον Αλλάχ και ο Μωάμεθ είναι ο προφήτης του» - και μας είπε να το επαναλάβουμε, για να γίνουμε μουσουλμάνες. Αρνηθήκαμε. Ήταν έξαλλοι. Μας προσέβαλαν άσχημα και μας καταράστηκαν.

Λίγες μέρες αργότερα, μας πήγαν σε μια μεγάλη αίθουσα γεμάτη από μερικές δεκάδες κορίτσια Γεζίντι και γυναίκες, στη Μοσούλη. Μερικοί από τους μαχητές ήταν στην ηλικία μου. Μας είπαν ειδωλολάτρες και μας έκλεισαν για 20 ημέρες στο εσωτερικό του κτιρίου, όπου κοιμόμασταν στο πάτωμα και τρώγαμε μόνο μία φορά την ημέρα. Κάθε τόσο, ένας δικός τους ερχόταν να μας πει να αλλάξουμε πίστη, αλλά κάθε φορά αρνιόμασταν. Ως πιστές Γεζίντι, δεν θέλαμε να εγκαταλείψουμε τη θρησκεία μας. Κλαίγαμε και θρηνούσαμε.

«Σκέφτηκα να αυτοκτονήσω»

Μια μέρα, μας χώρισαν τις παντρεμένες από τις ανύπαντρες. Η καλή μου φίλη και εγώ παραδοθήκαμε σε δύο μέλη του ΙSIS. Ήθελαν να μας κάνουν συζύγους ή παλλακίδες τους. Τη φίλη μου την έδωσαν σε έναν κληρικό. Εμένα με έδωσαν σε έναν υπέρβαρο σκοτεινό άνδρα, 50 ετών. Μας οδήγησαν στο σπίτι τους στη Φαλούτζα. Στο δρόμο, είδαμε πολλούς Ισλαμιστές μαχητές, καθώς και απομεινάρια των μαχών τους.

Μας πήγαν σε ένα σπίτι που έμοιαζε με ανάκτορο. Ο απαγωγέας μου, μου έλεγε συνεχώς να αλλάξω πίστη. Προσπάθησε να με βιάσει πολλές φορές, αλλά δεν του επέτρεψα να με αγγίξει σε οποιοδήποτε σεξουαλικό τρόπο. Η τιμωρία μου ήταν με χτυπά κάθε μέρα, με μπουνιές και κλωτσιές. Με τάιζαν μόνο μία φορά την ημέρα. Η φίλη μου και εγώ, αρχίσαμε να σκεφτόμαστε την αυτοκτονία.

«Αποδράσαμε με μαχαίρια κουζίνας και μπαλντάδες»

Την έκτη μέρα μας στη Φαλούτζα, ο ένας από τους άνδρες μαζί με τον βοηθό του έφυγαν για δουλειές. Χρησιμοποιώντας ένα κινητό τηλέφωνο, επικοινωνήσαμε με έναν φίλο του ξαδέλφου της φίλης μου, ο οποίος ζούσε στη Φαλούτζα, τον Μαχμούντ, και του ζητήσαμε βοήθεια. Ηταν πολύ επικίνδυνο για εκείνον να μπει στο σπίτι για να μας σώσει, οπότε χρησιμοποιήσαμε μαχαίρια κουζίνας και μπαλτάδες για να σπάσουμε τις κλειδαριές για να βγούμε. Φορώντας τα παραδοσιακά μακριά μαύρα abayas που βρήκαμε στο σπίτι, περπατήσαμε για 15 λεπτά από την πόλη, η οποία δεν είχε κόσμο εκείνη την ώρα γιατί έκαναν τη βραδινή προσευχή. Στη συνέχεια, ο Μαχμούντ ήρθε και μας πήρε από το δρόμο και μας πήγε στο σπίτι του.

«Δεν είχα νιώσει ποτέ τόσο άγχος»

Εκείνο το βράδυ, ο Μαχμούντ μας έδωσε φαγητό και ένα μέρος για να κοιμηθούμε. Το επόμενο πρωί, ο ίδιος προσέλαβε έναν οδηγό ταξί για να μας μεταφέρει στη Βαγδάτη. Ο οδηγός φοβόταν, αλλά προσφέρθηκε να μας βοηθήσει «για χάρη του Θεού». Ντυθήκαμε όπως οι τοπικές γυναίκες και καλύψαμε τα πρόσωπά μας με νικάμπ, αφήνοντας ακάλυπτα μόνο τα μάτια μας. Ο Μαχμούντ μας έδωσε πλαστές φοιτητικές ταυτότητες, σε περίπτωση που μας σταματούσαν στα σημεία ελέγχου.

Δεν είχα νιώσει ποτέ τόσο άγχος. Σε κάθε σημείο ελέγχου, ήμουν σίγουρη ότι θα με ανακάλυπταν. Κάποια στιγμή, ο Μαχμούντ δωροδόκησε τους φρουρούς για να μας αφήσουν να περάσουμε.

Επικοινωνήσαμε με οικογενειακούς μας φίλους, για να μας βοηθήσουν στη Βαγδάτη. Δεν μπορώ να σας περιγράψω την ανακούφιση που ένιωσα όταν φτάσαμε στο σπίτι τους.

Στη Βαγδάτη, οι οικογενειακοί μας φίλοι μας έδωσαν άλλο ένα ζευγάρι πλαστών ταυτοτήτων, που μας έδωσαν τη δυνατότητα να επιβιβαστούμε σε πτήση για την Αρμπίλ.

Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήμουν ελεύθερη μέχρι το αεροπλάνο να αγγίξει το έδαφος. Στην Αρμπίλ περάσαμε τη νύχτα στο σπίτι ενός μέλους Γεζίντι του ιρακινού κοινοβουλίου, ταξιδέψαμε βόρεια προς το Shekhan, στην κατοικία του Baba Sheikh, του πνευματικού ηγέτη των Γεζίντι.

«Εκλαιγα μέχρι που λιποθύμησα»

Μετά από τόσες ημέρες φόβου, η αγκαλιά του μπαμπά μου ήταν η καλύτερη στιγμή της ζωής μου. Είπε ότι έκλαιγε για μένα κάθε μέρα από τότε που εξαφανίστηκα. Εκείνο το βράδυ, πήγαμε στο Khanke, εκεί όπου η μητέρα μου έμενε με τους συγγενείς μας. Αγκαλιαστήκαμε και κλαίγαμε μέχρι που λιποθύμησα. Η ενός μήνα δοκιμασία μου είχε τελειώσει, και ένιωθα αναγεννημένη.

Ωστόσο, υπάρχουν δυσάρεστα νέα. Εμαθα ότι το ISIS είχε σκοτώσει τον αδελφό μου. Η νύφη μου είναι ακόμα αιχμάλωτη, κάπου στη Μοσούλη. Τώρα προσπαθώ να συμβιβαστώ με αυτό που μου συνέβη. Δεν θέλω να επιστρέψω ποτέ ξανά στο χωριό μου, ακόμα και αν απελευθερωθεί από το ισλαμικό κράτος, επειδή η ανάμνηση του αδελφού μου θα με στοιχειώνει για πάντα. Εξακολουθώ να έχω εφιάλτες και να λιποθυμώ αρκετές φορές την ημέρα - όταν θυμάμαι τι είδα ή όταν φαντάζομαι τι θα μπορούσε να μου είχε συμβεί, αν δεν είχα αποδράσει.

«Δεν μπορώ να ζήσω πια εδώ»

Τι μπορώ να κάνω; Θέλω να εγκαταλείψω αυτή τη χώρα. Δεν μπορώ να ζήσω πια εδώ. Θέλω να πάω σε ένα μέρος, όπου θα μπορούσα να κάνω μια νέα αρχή, αν αυτό είναι ακόμα δυνατό».